Page 149 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 149

148




                    «Θρινακίην δ᾿ ἐς νῆσον ἀφίξεαι: ἔνθα δὲ πολλαὶ   Στη Θρινακία θα φτάσεις έπειτα᾿ τ᾿ αρνιά του Γήλιου βόσκουν
                    βόσκοντ᾿ Ἠελίοιο βόες καὶ ἴφια μῆλα,   σε τούτο το νησί τα ολόπαχα και τα πολλά γελάδια᾿
                    ἑπτὰ βοῶν ἀγέλαι, τόσα δ᾿ οἰῶν πώεα καλά,   κοπάδια εφτά γελάδες, πρόβατα κοπάδια εφτά᾿ πενήντα

               130  πεντήκοντα δ᾿ ἕκαστα. γόνος δ᾿ οὐ γίγνεται αὐτῶν,   μετρά κεφάλια το καθένα τους᾿ κι ουδέ γεννούν ποτέ τους,
                    οὐδέ ποτε φθινύθουσι. θεαὶ δ᾿ ἐπιποιμένες εἰσίν,   ουδέ κι αργιεύουν δυο ωριοπλέξουδες θεές, Καλοκυράδες,
                    νύμφαι ἐυπλόκαμοι, Φαέθουσά τε Λαμπετίη τε,   τα βγάζουν στη βοσκή, η Φαέθουσα κι η Λαμπετώ, του Γήλιου
                    ἃς τέκεν Ἠελίῳ Ὑπερίονι δῖα Νέαιρα.    οι θυγατέρες τ᾿ ουρανόδρομου και της θεϊκιάς Νεαίρας.
                    τὰς μὲν ἄρα θρέψασα τεκοῦσά τε πότνια μήτηρ   Σα γεννήθηκαν κι αναστήθηκαν, η σεβαστή τους μάνα

               135  Θρινακίην ἐς νῆσον ἀπῴκισε τηλόθι ναίειν,   αλάργα στο νησί τις έστειλε της Θρινακίας, του κύρη
                    μῆλα φυλασσέμεναι πατρώια καὶ ἕλικας βοῦς.   τ᾿ αρνιά μαθές και τα στριφτόκερα γελάδια να φυλάνε.
                    τὰς εἰ μέν κ᾿ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι,   Χέρι σ᾿ αυτά αν δε βάλεις, έχοντας το γυρισμό στο νου σου,
                    ἦ τ᾿ ἂν ἔτ᾿ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε:   μπορείτε με τα χίλια βάσανα να 'ρθείτε στην Ιθάκη.
                    εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾿ ὄλεθρον,   Μα αν βάλεις χέρι, τότε χάθηκες και συ και το καράβι

               140                                         κι οι σύντροφοί σου, αυτή είν᾿ η αρμήνια μου! Και συ να
                    νηί τε καὶ ἑτάροις: αὐτὸς δ᾿ εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς,   ξεγλιτώσεις,
                    ὀψὲ κακῶς νεῖαι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους.’   Θα φτάσεις πίσω δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος."
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
                                                           Μόλις μου τα 'πε αυτά, η χρυσόθρονη πρόβαλε Αυγή, και τότε
                    ἡ μὲν ἔπειτ᾿ ἀνὰ νῆσον ἀπέστιχε δῖα θεάων:
                                                           πήρε η θεά η σεβάσμια του νησιού τ᾿ ανάπλαγα να φύγει᾿
                    αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν ὤτρυνον ἑταίρους
                                                           κι εγώ τραβώντας στο καράβι μου προστάζω τους συντρόφους,
               145  αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι:   μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες.
                    οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον.   Κι ως ανέβηκαν δίχως άργητα και στα ζυγά κάθισαν
                    ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.   γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
                    ἡμῖν δ᾿ αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο   Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πρίμο αγέρι,
                    ἴκμενον οὖρον ἵει πλησίστιον, ἐσθλὸν ἑταῖρον,   σταλμένο από την ωριοπλέξουδη, την ανθρωπολαλούσα

               150  Κίρκη ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα.   θεά, την άγρια Κίρκη, σύντροφος καλός μας προβοδούσε.
                    αὐτίκα δ᾿ ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα   Κι ως τ᾿ άρμενα του πλοίου συντάξαμε, καθόμαστε, τι εκείνο
                    ἥμεθα: τὴν δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνήτης τ᾿ ἴθυνε.    καλά το κυβερνούσαν ο άνεμος κι ο τιμονιέρης μόνο.
                    «δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων ἀχνύμενος κῆρ:   Και τότε στους συντρόφους μίλησα με μαραμένα σπλάχνα:
                    ‘ὦ φίλοι, οὐ γὰρ χρὴ ἕνα ἴδμεναι οὐδὲ δύ᾿ οἴους   ,, Ένας και δυο μονάχα, φίλοι μου, δεν πρέπει να κατέχουν

               155  θέσφαθ᾿ ἅ μοι Κίρκη μυθήσατο, δῖα θεάων:   όσες μαντείες η Κίρκη, η αρχόντισσα θεά, μου μολογούσε
                    ἀλλ᾿ ἐρέω μὲν ἐγών, ἵνα εἰδότες ἤ κε θάνωμεν   Θα σας τις πω, για να τις ξέρουμε, και για πεθαίνουμε όλοι
                    ἤ κεν ἀλευάμενοι θάνατον καὶ κῆρα φύγοιμεν.   για και γλιτώνοντας ξεφεύγουμε του Χάρου και της μοίρας.
                    Σειρήνων μὲν πρῶτον ἀνώγει θεσπεσιάων   Μου 'λεγε πρώτα των γλυκόλαλων Σειρήνων το τραγούδι
                    φθόγγον ἀλεύασθαι καὶ λειμῶν᾿ ἀνθεμόεντα.   και το ανθισμένο να ξεφύγουμε λιβάδι᾿ τη φωνή τους

               160  οἶον ἔμ᾿ ἠνώγει ὄπ᾿ ἀκουέμεν: ἀλλά με δεσμῷ   ν᾿ ακούσω μόνο εγώ, μα δέστε με γερά που να πονέσω
                    δήσατ᾿ ἐν ἀργαλέῳ, ὄφρ᾿ ἔμπεδον αὐτόθι μίμνω,   ορθά με το σκοινί, απ᾿ τη θέση μου να μη μετασαλεύω,
                    ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ, ἐκ δ᾿ αὐτοῦ πείρατ᾿ ἀνήφθω.   πα στο κατάρτι, να 'ναι πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου.
                    εἰ δέ κε λίσσωμαι ὑμέας λῦσαί τε κελεύω,   Κι αν σας φωνάζω να με λύσετε και σας παρακαλιέμαι,
                    ὑμεῖς δὲ πλεόνεσσι τότ᾿ ἐν δεσμοῖσι πιέζειν.’   αρπάχτε τα σκοινιά και σφιχτέ τα πιο ακόμα στο κορμί μου."
               165  «ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον:   Την ώρα που όλα αυτά ξεδιάλυνα μιλώντας στους συντρόφους,
                    τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς ἐυεργὴς   καθώς αγέρας πρίμος έσπρωχνε το καλοσκαρωμένο
                    νῆσον Σειρήνοιιν: ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων.   καράβι, το νησί αντικρίσαμε σε λίγο των Σειρήνων.
                    αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη   Μεμιάς ο αγέρας καταλάγιασε και χύθηκε γαλήνη
                    ἔπλετο νηνεμίη, κοίμησε δὲ κύματα δαίμων.   τρογύρα απάνεμη, και κοίμισε κάποιος θεός το κύμα.
   144   145   146   147   148   149   150   151   152   153   154