Page 144 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 144

143




                    αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων   μονάχα ο Δίας, των κονταρόχαρων των Δαναών το ασκέρι
               560  ἐκπάγλως ἤχθηρε, τεὶ̈ν δ᾿ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν.   που τόσο οχτρεύτη, και θανάτωσε και σένα. Αχ, έλα τώρα,
                    ἀλλ᾿ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾿ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς   ρήγα τρανέ, κι εσύ τα λόγια μου ν᾿ ακούσεις, τη φωνή μου,
                    ἡμέτερον: δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.’   την πέρφανη καρδιά δαμάζοντας και τον τρανό θυμό σου.»
                    «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾿ ἄλλας  Είπα, μα αυτός δεν αποκρίθηκε μια λέξη καν, μονάχα
                    ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων.   με τις ψυχές των άλλων κίνησε νεκρών για το σκοτάδι.
               565  ἔνθα χ᾿ ὅμως προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν:   Μα θα μιλούσε, και που χόλιαζε, για εγώ θα του μιλούσα,
                    ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι   αν την καρδιά βαθιά στα στήθη μου δεν έπιανε η λαχτάρα
                    τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων.    κι άλλων νεκρών ψυχές που εχάθηκαν τα μάτια μου να ιδούνε.
                    «ἔνθ᾿ ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸς ἀγλαὸν υἱόν,   Είδα το Μίνωα τον περίλαμπρο, του Δία το γιο, στο χέρι
                    χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα, θεμιστεύοντα νέκυσσιν,   να 'χει χρυσό ραβδί, να κάθεται και τους νεκρούς να κρίνει'

               570  ἥμενον, οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα,   κι εκείνοι, ολόρθοι για καθούμενοι, το δίκιο τους ζητούσαν
                    ἥμενοι ἑσταότες τε κατ᾿ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.   από το ρήγα, στο πλατύπορτο παλάτι του Άδη μέσα.
                    «τὸν δὲ μετ᾿ Ὠρίωνα πελώριον εἰσενόησα   Ακόμα τον Ωρίωνα αντίκρισα το γίγαντα, να στρώνει
                    θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα κατ᾿ ἀσφοδελὸν λειμῶνα,   μπροστά τ᾿ αρίμια κυνηγώντας τα στο ασφοδελό λιβάδι,
                    τοὺς αὐτὸς κατέπεφνεν ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι   όσα 'χε στη ζωή, σε απάτητα βουνά, σκοτώσει ατός του,

               575                                         χαλκό κρατώντας, πάντα ασύντριφτο, στα χέρια απελατίκι.
                    χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον, αἰὲν ἀαγές.
                                                           Το γιο της Γης της πολυδόξαστης, τον Τιτυό, είδα ακόμα,
                    «καὶ Τιτυὸν εἶδον, Γαίης ἐρικυδέος υἱόν,
                                                           στρέμματα εννιά να πιάνει, ως βρίσκουνταν στο χώμα
                    κείμενον ἐν δαπέδῳ: ὁ δ᾿ ἐπ᾿ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα,
                                                           ξαπλωμένος'
                    γῦπε δέ μιν ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον,
                                                           δεξόζερβα δυο αγιούπες έστεκαν και του 'τρωγαν το σκώτι
                    δέρτρον ἔσω δύνοντες, ὁ δ᾿ οὐκ ἀπαμύνετο χερσί:
                                                           μεσ᾿ απ᾿ τη σκέπη, κι ουδέ σάλευε τα χέρια να τους διώξει'
               580                                         τι ως διάβαινε η Λητώ, η συγκόρμισσα του Δία, τον Πανοπέα
                    Λητὼ γὰρ ἕλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν,   για τους Δελφούς τραβώντας, πάνω της χέρι είχε απλώσει
                    Πυθώδ᾿ ἐρχομένην διὰ καλλιχόρου Πανοπῆος.   εκείνος.
                    «καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα   Ακόμα αντίκρισα τον Τάνταλο βαριά να τυραννιέται
                    ἑστεῶτ᾿ ἐν λίμνῃ: ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ:   σε λίμνη μέσα ορθός, που του 'φτανε στα γένεια᾿ διψασμένος
                    στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ᾿ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι:
                                                           τον έβλεπες να πιει που γύρευε νερό, μα δε μπορούσε'

               585  ὁσσάκι γὰρ κύψει᾿ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων,   τι κάθε που 'σκυβεν ο γέροντας να πιεί λαχταρισμένος,
                    τοσσάχ᾿ ὕδωρ ἀπολέσκετ᾿ ἀναβροχέν, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ  τραβιόταν το νερό και χάνουνταν, και του βυθού μπροστά του
                    γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων.   από βουλή θεού κατάξερη τη μαύρη γης εθώρειε.
                    δένδρεα δ᾿ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν,   Κι ήταν και δέντρα αψηλοφούντωτα, που έγερναν τον καρπό τους
                    ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι   απάνω του᾿ αχλαδιές, χρυσόκαρπες μηλιές, ρογδιές θωρούσες,

               590  συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι:   θωρούσες και συκιές μελόγλυκες κι ελιές δροσιά γεμάτες.
                    τῶν ὁπότ᾿ ἰθύσει᾿ ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι,   Μα κάθε που άπλωνεν ο γέροντας τα χέρια να τα πιάσει,
                    τὰς δ᾿ ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα.   ξεσήκωνε τους κλώνους ο άνεμος ως τα ισκιωμένα νέφη.
                    «καὶ μὴν Σίσυφον εἰσεῖδον κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα   Ακόμα αντίκρισα το Σίσυφο βαριά να τυραννιέται,
                    λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν.   γιγάντιο ως με τα χέρια πάλευε ν᾿ ανακρατήσει βράχο'

               595  ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε   γερά αντιστυλωμένος δούλευε με χέρια και με πόδια
                    λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον: ἀλλ᾿ ὅτε μέλλοι   και στο βουνό το βράχο ανέβαζε᾿ μα την κορφή του ως ήταν
                    ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ᾿ ἀποστρέψασκε κραταιίς:   να ξεπεράσει πια, το βάρος του τον ξετραβούσε πίσω,
                    αὖτις ἔπειτα πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής.   και πάλι ο βράχος ο ξαδιάντροπος κατρακυλούσε ως κάτω.
                    αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος, κατὰ δ᾿ ἱδρὼς   Κι αυτός αψαγωνιόταν κι έσπρωχνε, κι απ᾿ όλο το κορμί του

               600  ἔρρεεν ἐκ μελέων, κονίη δ᾿ ἐκ κρατὸς ὀρώρει.    ο ίδρωτας έτρεχε, και τύλιγε την κεφαλή του η σκόνη.
   139   140   141   142   143   144   145   146   147   148   149