Page 140 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 140

139




               385  «αὐτὰρ ἐπεὶ ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ᾿ ἄλλυδις ἄλλῃ   Η Περσεφόνη η αγνή σαν έδιωξε πια τις ψυχές μακριά μου
                    ἁγνὴ Περσεφόνεια γυναικῶν θηλυτεράων,   των γυναικών, με βιάς σκορπώντας τις ολούθε, δώθε κείθε,
                    ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεί̈δαο   είδα᾿ τον ίσκιο του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, να φτάνει,
                    ἀχνυμένη: περὶ δ᾿ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾿, ὅσσοι ἅμ᾿ αὐτῷ   βαριά θλιμμένο᾿ τον τριγύριζαν κι όσες ψυχές μαζί του
                    οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον.   στο σπίτι του Αίγιστου χαλάστηκαν και το χαμό τους βρήκαν.

               390  ἔγνω δ᾿ αἶψ᾿ ἔμ᾿ ἐκεῖνος, ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν:   Κι εκείνος στη στιγμή με γνώρισε, το μαύρο ως ήπιεν αίμα,
                    κλαῖε δ᾿ ὅ γε λιγέως, θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἴβων,   και κίνησε το θρήνο, κι έτρεχαν τα μάτια του ποτάμι,
                    πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας, ὀρέξασθαι μενεαίνων:   κι άπλωνε απάνω μου τα χέρια του, ποθώντας να μου αγγίξει—
                    ἀλλ᾿ οὐ γάρ οἱ ἔτ᾿ ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κῖκυς,   του κάκου, δεν μπορούσε! η δύναμη τον είχε παρατήσει
                    οἵη περ πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι.   κι η ανάκαρα που ανθούσε κάποτε στο λυγερό κορμί του.

               395  «τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,   Κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν,
                    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:   και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
                    ‘Ἀτρεί̈δη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,   ,, Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
                    τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο;   ποια μοίρα τάχα κάτω σ᾿ έριξε φαρμακερού θανάτου;
                    ἦε σέ γ᾿ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν   Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη

               400  ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν;   και μες στο πέλαο τ᾿ άγριο σ᾿ έπνιξε μαζί με τ᾿ άρμενά σου;
                    ἦέ σ᾿ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾿ ἐπὶ χέρσου   Για μήπως στη στεριά σε σκότωσαν αντίμαχοι, στα ξένα,
                    βοῦς περιταμνόμενον ἠδ᾿ οἰῶν πώεα καλά,   την ώρα που άρπαζες τα βόδια τους και τ᾿ αρνοκόπαδά τους;
                    ἠὲ περὶ πτόλιος μαχεούμενον ἠδὲ γυναικῶν;    για ως κάστρο να πατήσεις πάλευες, γυναίκες να κουρσέψεις;"
                    «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπε:   Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:

               405  ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
                    οὔτ᾿ ἐμέ γ᾿ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν   ο Ποσειδώνας δε μου σήκωσε φριχτήν ανεμοζάλη,
                    ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀυτμήν,   για να με πνίξει στο άγριο πέλαγο μαζί με τ᾿ αρμενά μου,
                    οὔτε μ᾿ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾿ ἐπὶ χέρσου,   ουδέ και στη στεριά με σκότωσαν αντίμαχοι, στα ξένα᾿
                    ἀλλά μοι Αἴγισθος τεύξας θάνατόν τε μόρον τε   βρήκα το θάνατο απ᾿ τον Αίγιστο και την καταραμένη

               410  ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ, οἶκόνδε καλέσσας,   γυναίκα μου᾿ τι αυτός με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε,
                    δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.   κι εκεί με σκότωσε, όπως σφάζουνε το βόδι, στο παχνί του.
                    ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ: περὶ δ᾿ ἄλλοι ἑταῖροι   Τέτοιος φριχτός με βρήκε θάνατος᾿ και γύρα μου οι σύντροφοι
                    νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες,   ο ένας στον άλλο απάνω εσφάζουνταν, σα χοίροι ασπροδοντάτοι
                    οἵ ῥά τ᾿ ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο   σε πλούσιου αρχόντου, πολυδύναμου, το σπίτι, που 'χει γάμο

               415  ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ.    για άλλη ξεφάντωση, για κι έστησαν όλοι μαζί τραπέζι.
                    ἤδη μὲν πολέων φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας,   Συχνά θ᾿ αντίκρισες σε πόλεμο πολλούς νεκροί να πέφτουν,
                    μουνὰξ κτεινομένων καὶ ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ:   δυο δυο καθώς χτυπιούνται ξέχωρα, για στης σφαγής τον όχλο'
                    ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν ὀλοφύραο θυμῷ,   μα εκείνα αν τα θωρούσες, πιότερο θα σπάραζε η καρδιά σου:
                    ὡς ἀμφὶ κρητῆρα τραπέζας τε πληθούσας   Πεσμένοι εμείς και γύρα ολόγεμα τραπέζια και κροντήρια
               420  κείμεθ᾿ ἐνὶ μεγάρῳ, δάπεδον δ᾿ ἅπαν αἵματι θῦεν.   στο αρχονταρίκι, και το πάτωμα ν᾿ αχνίζει από το γαίμα.
                    οἰκτροτάτην δ᾿ ἤκουσα ὄπα Πριάμοιο θυγατρός,   Μα η πιο σπαραχτική που αγρίκησα φωνή ήταν της Κασσάντρας'
                    Κασσάνδρης, τὴν κτεῖνε Κλυταιμνήστρη δολόμητις   του Πρίαμου σκότωνε από πάνω μου την κόρη η Κλυταιμήστρα
                    ἀμφ᾿ ἐμοί, αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ γαίῃ χεῖρας ἀείρων   η δολερή᾿ κι εγώ, πεθαίνοντας, με το σπαθί στο στήθος,
                    βάλλον ἀποθνήσκων περὶ φασγάνῳ: ἡ δὲ κυνῶπις   τη γη χτυπούσα με τα χέρια μου. Κι η σκύλα εκεί με αφήκε,
               425  νοσφίσατ᾿, οὐδέ μοι ἔτλη ἰόντι περ εἰς Ἀίδαο   κι ουδέ, στον Κάτω Κόσμο ως διάβαινα, το βάσταξε η καρδιά της
                    χερσὶ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ᾿ ἐρεῖσαι.   να μου σφαλίσει με τα χέρια της τα μάτια και το στόμα.
                    ὣς οὐκ αἰνότερον καὶ κύντερον ἄλλο γυναικός,   Πιο ανήμερο και πιο ξετσίπωτο δε βρίσκεται στον κόσμο
                    ἥ τις δὴ τοιαῦτα μετὰ φρεσὶν ἔργα βάληται:   απ᾿ τη γυναίκα, που στα φρένα της δουλειές συγκλώθει τέτοιες,
                    οἷον δὴ καὶ κείνη ἐμήσατο ἔργον ἀεικές,   καθώς εκείνη, που μελέτησε μια τέτοια ανήλεη πράξη,
   135   136   137   138   139   140   141   142   143   144   145