Page 138 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 138

137




               300  Κάστορά θ᾿ ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα,  τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα, το γαύρο αλογατάρη,
                    τοὺς ἄμφω ζωοὺς κατέχει φυσίζοος αἶα:   που ζωντανούς η γη η πολύκαρπη τους κρύβει τώρα εντός της'
                    οἳ καὶ νέρθεν γῆς τιμὴν πρὸς Ζηνὸς ἔχοντες   γιατί και μες στη γη τους έδωκε του Κρόνου ο γιος τη χάρη
                    ἄλλοτε μὲν ζώουσ᾿ ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δ᾿ αὖτε   μια μέρα ζωντανοί να βρίσκουνται μαζί, νεκροί την άλλη
                    τεθνᾶσιν: τιμὴν δὲ λελόγχασιν ἶσα θεοῖσι.   στον Κάτω Κόσμο, κι ως αθάνατους ο κόσμος τους δοξάζει.

               305  «τὴν δὲ μετ᾿ Ἰφιμέδειαν, Ἀλωῆος παράκοιτιν   Μετά την Ιφιμέδεια αντίκρισα, το ταίρι του Αλωέα᾿
                    εἴσιδον, ἣ δὴ φάσκε Ποσειδάωνι μιγῆναι,   ο Ποσειδώνας, μου 'λεε, χάρηκε τον έρωτα μαζί της,
                    καί ῥ᾿ ἔτεκεν δύο παῖδε, μινυνθαδίω δ᾿ ἐγενέσθην,   και γέννησε δυο γιους, που στάθηκαν λιγόχρονοι στον κόσμο,
                    Ὦτόν τ᾿ ἀντίθεον τηλεκλειτόν τ᾿ Ἐφιάλτην,   τον Εφιάλτη τον περίλαμπρο και τον ισόθεον Ώτο.
                    οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα   Άλλους δεν είδε πιο αψηλόκορμους η γης η πολυθρόφα,

               310  καὶ πολὺ καλλίστους μετά γε κλυτὸν Ὠρίωνα:   μηδέ και πιο όμορφους᾿ ο Ωρίωνας τους ξεπερνούσε μόνο.
                    ἐννέωροι γὰρ τοί γε καὶ ἐννεαπήχεες ἦσαν   Στα εννιά τους μόλις χρόνια εννιάπηχοι στο φάρδος είχαν γίνει,
                    εὖρος, ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι.   κι ήταν οργιές εννιά το μάκρος τους᾿ μαζί κίνησαν τότε
                    οἵ ῥα καὶ ἀθανάτοισιν ἀπειλήτην ἐν Ὀλύμπῳ   και τους αθάνατους φοβέριζαν, στον Όλυμπο πολέμους
                    φυλόπιδα στήσειν πολυάικος πολέμοιο.   ν᾿ ανοίξουν άγριους, πολυτάραχους, και γύρευαν να βάλουν

               315  Ὄσσαν ἐπ᾿ Οὐλύμπῳ μέμασαν θέμεν, αὐτὰρ ἐπ᾿   την Όσσα πρώτα απά στον Όλυμπο, μετά, στην Όσσα πάνω,
                    Ὄσσῃ                                   το Πήλιο λέει το φυλλοσούσουρο, στον ουρανό ν᾿ ανέβουν.
                    Πήλιον εἰνοσίφυλλον, ἵν᾿ οὐρανὸς ἀμβατὸς εἴη.   Κι αν πρόφταινα να δέσει η νιότη τους, θα το 'χαν καταφέρει.
                    καί νύ κεν ἐξετέλεσσαν, εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο:   μα από του Δία και της ωριόμαλλης Λητώς τι γιο χάθηκαν
                    ἀλλ᾿ ὄλεσεν Διὸς υἱός, ὃν ἠύκομος τέκε Λητώ,   κι οι δυό, πριν κάτω απ᾿ τα μελίγγια τους το πρώτο χνούδι ανθίσει'
                    ἀμφοτέρω, πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους

               320  ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς ἐυανθέι λάχνῃ.    και πριν τους σκεπαστούν τα μάγουλα με τα σγουρά της νιότης.
                    ἡ«Φαίδρην τε Πρόκριν τε ἴδον καλήν τ᾿ Ἀριάδνην,   Τη Φαίδρα αντίκρισα, την Πρόκριδα, την όμορφη Αριάδνη,
                    κούρην Μίνωος ὀλοόφρονος, ἥν ποτε Θησεὺς   τη θυγατέρα του κακόγνωμου του Μίνωα, που άπ᾿ την Κρήτη
                    ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων ἱεράων     την άρπαξε ο Θησέας, γυρεύοντας στο λόφο να τη φέρει
                    ἦγε μέν, οὐδ᾿ ἀπόνητο: πάρος δέ μιν Ἄρτεμις ἔκτα   της Ιερής Αθήνας —άδικα! τι στο νησί της Δίας
               325  Δίῃ ἐν ἀμφιρύτῃ Διονύσου μαρτυρίῃσιν.   τη σκότωσε η Άρτεμη, του Διόνυσου τη μαρτυρία γρικώντας.
                    «Μαῖράν τε Κλυμένην τε ἴδον στυγερήν τ᾿ Ἐριφύλην,   Τη Μαίρα, την Κλυμένη αντίκρισα, τη φοβερή Εριφύλη,
                    ἣ χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα.   που το ακριβό της ταίρι επρόδωκε για ατίμητο χρυσάφι... —
                    πάσας δ᾿ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾿ ὀνομήνω,   μα όλο το πλήθος είναι αβόλετο να πω, να νοματίσω,
                    ὅσσας ἡρώων ἀλόχους ἴδον ἠδὲ θύγατρας:   πόσων ηρώων τρανών αντίκρισα τις κόρες και τα ταίρια'
               330                                         πιο πριν η νύχτα η θεία θα διάβαινε! Να κοιμηθούμε ωστόσο
                    πρὶν γάρ κεν καὶ νὺξ φθῖτ᾿ ἄμβροτος. ἀλλὰ καὶ ὥρη
                                                           είναι ώρα, για με τους συντρόφους μου στο πλοίο για εδώ μαζί
                    εὕδειν, ἢ ἐπὶ νῆα θοὴν ἐλθόντ᾿ ἐς ἑταίρους
                                                           σας.
                    ἢ αὐτοῦ: πομπὴ δὲ θεοῖς ὑμῖν τε μελήσει.»‘
                                                           Το μισεμό μου πάλι οι αθάνατοι και σεις θα τον γνοιαστείτε.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,
                                                           Αυτά τους έλεε, κι οι άλλοι αμίλητοι, βουβοί, δε βγάναν άχνα,
                    κηληθμῷ δ᾿ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
                                                           σα μαγεμένοι απ᾿ τα λόγια του, στον ισκιερό αντρωνίτη.
               335  τοῖσιν δ᾿ Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων.   Κι η Αρήτη τότε η χιονοβράχιονη το λόγο πήρε κι είπε:
                    «Φαίηκες, πῶς ὔμμιν ἀνὴρ ὅδε φαίνεται εἶναι   «Αλήθεια, Φαίακες, πως τα μάτια σας θωρούν τον άντρα τούτον
                    εἶδός τε μέγεθός τε ἰδὲ φρένας ἔνδον ἐίσας;   στην ελικιά, στο διώμα, μέσα του στα ζυγιασμένα φρένα;
                    ξεῖνος δ᾿ αὖτ᾿ ἐμός ἐστιν, ἕκαστος δ᾿ ἔμμορε τιμῆς:   Δικός μου ο ξένος, μα ο καθένας σας σ᾿ όμοια τιμή κρατιέται'
                    τῷ μὴ ἐπειγόμενοι ἀποπέμπετε, μηδὲ τὰ δῶρα   να φύγει μην αφήστε γρήγορα, και στην ανάγκη που 'χει

               340  οὕτω χρηίζοντι κολούετε: πολλὰ γὰρ ὑμῖν   μην τα λυπαστε τα δοσίματα᾿ τι είναι το βιος μεγάλο,
                    κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροισι θεῶν ἰότητι κέονται.»   που μες στα σπίτια σας φυλάγεται με των θεών τη χάρη.»
                    τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἐχένηος,   Ένας τρανός ρηγάρχης γέροντας, ο Εχένηος, πήρε τότε
   133   134   135   136   137   138   139   140   141   142   143