Page 133 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 133
132
«ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ μητρὸς κατατεθνηυίης, Kι ήρθε η ψυχή της δόλιας μάνας μου μπροστά μου, της
Αντίκλειας,
85 Αὐτολύκου θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀντίκλεια, της κόρης του αντρειωμένου Αυτόλυκου, που εγώ την είχα αφήσει
τὴν ζωὴν κατέλειπον ἰὼν εἰς Ἴλιον ἱρήν. να ζει, στην άγια Τροία σα μίσευα, και τώρα είχε πεθάνει.
τὴν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ: Κι όπως την εϊδα, μου 'ρθαν κλάματα, την πόνεσε η καρδιά μου,
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς εἴων προτέρην, πυκινόν περ ἀχεύων, μα δεν την άφηνα, κι ας έτρωγε τα σωθικά μου ο πόνος,
αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι. κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση μου δώσει ο Τειρεσίας.
90 «ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ Θηβαίου Τειρεσίαο Να κ᾿ η ψυχή σε λίγο που 'φτασε χρυσό ραβδί κρατώντας
χρύσεον σκῆπτρον ἔχων, ἐμὲ δ᾿ ἔγνω καὶ του Τειρεσία, κι ευτύς με γνώρισε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
προσέειπεν: ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, το φως του ήλιου γιατί, τρισάμοιρε, παράτησες, για να 'ρθεις
τίπτ᾿ αὖτ᾿, ὦ δύστηνε, λιπὼν φάος ἠελίοιο να ιδείς τον τόπο αυτό τον άχαρο και τους νεκρούς; Τραβήξου
ἤλυθες, ὄφρα ἴδῃ νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον;
95 ἀλλ᾿ ἀποχάζεο βόθρου, ἄπισχε δὲ φάσγανον ὀξύ, τώρα απ᾿ το λάκκο κι αναμέρισε το κοφτερό σπαθί σου,
αἵματος ὄφρα πίω καί τοι νημερτέα εἴπω.’ να πιω απ᾿ το γαίμα τούτο, αψεύτιστη μετά να δώσω ορμήνια."
«ὣς φάτ᾿, ἐγὼ δ᾿ ἀναχασσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον Είπε, κι εγώ το ασημοκάρφωτο θηκάρωσα σπαθί μου
κουλεῷ ἐγκατέπηξ'. ὁ δ᾿ ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν, κι αποτραβήχτηκα- σα ρούφηξε το μαύρο γαίμα εκείνος,
καὶ τότε δή μ᾿ ἐπέεσσι προσηύδα μάντις ἀμύμων: ο μάντης ο άψεγος, μου μίλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
100 «‘νόστον δίζηαι μελιηδέα, φαίδιμ᾿ Ὀδυσσεῦ: ,, Τρανέ Οδυσσέα, στην πολυπόθητη ζητάς να στρέψεις γη σου,
τὸν δέ τοι ἀργαλέον θήσει θεός: οὐ γὰρ ὀίω μα στέκει ένας θεός στο δρόμο σου᾿ θαρρώ πως δε γλιτώνεις
λήσειν ἐννοσίγαιον, ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ του Κοσμοσείστη, που στα φρένα του θυμό για σένα κλείνει,
χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας. τι σου 'χει μάνητα που ετύφλωσες τον ακριβό το γιο του.
ἀλλ᾿ ἔτι μέν κε καὶ ὣς κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε, Μα κι έτσι, με τα χίλια βάσανα, θα φτάνατε, μονάχα
105 ν᾿ ανακρατούσες τους συντρόφους σου, κι ατός σου να
αἴ κ᾿ ἐθέλῃς σὸν θυμὸν ἐρυκακέειν καὶ ἑταίρων, κρατιόσουν,
ὁππότε κε πρῶτον πελάσῃς ἐυεργέα νῆα μόλις το πλοίο το καλοκάμωτο στης Θρινακίας αράξεις
Θρινακίῃ νήσῳ, προφυγὼν ἰοειδέα πόντον, μια μέρα το νησί, ξεφεύγοντας τα γεράνια πελάγη,
βοσκομένας δ᾿ εὕρητε βόας καὶ ἴφια μῆλα και βρείτε εκεί τ᾿ αρνιά τα ολόπαχα να βόσκουν και τα βόδια
Ἠελίου, ὃς πάντ᾿ ἐφορᾷ καὶ πάντ᾿ ἐπακούει.
του Γήλιου, που τα πάντα πάνωθε θωρεί κι ακούει τα πάντα.
110 Χέρι σ᾿ αυτά αν δε βάλεις έχοντας το γυρισμό στο νου σου,
τὰς εἰ μέν κ᾿ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι, μπορείτε με τα χίλια βάσανα να᾿ ρθείτε στην Ιθάκη.
καί κεν ἔτ᾿ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε:
Μα αν βάλεις χέρι, τότε χάθηκες και συ και το καράβι
εἰ δέ κε σίνηαι, τότε τοι τεκμαίρομ᾿ ὄλεθρον,
κι οι σύντροφοι σου, αυτή είν᾿ η ορμήνια μου. Και συ να
νηί τε καὶ ἑτάροις. αὐτὸς δ᾿ εἴ πέρ κεν ἀλύξῃς,
ξεγλιτώσεις,
ὀψὲ κακῶς νεῖαι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους,
θα φτάσεις πίσω δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος,
115 νηὸς ἐπ᾿ ἀλλοτρίης: δήεις δ᾿ ἐν πήματα οἴκῳ, σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι σου θα βρεις τυράννια κι άλλα,
ἄνδρας ὑπερφιάλους, οἵ τοι βίοτον κατέδουσι άντρες αράθυμους, το ταίρι σου το ισόθεο που γυρεύουν
μνώμενοι ἀντιθέην ἄλοχον καὶ ἕδνα διδόντες. και τάζουν περισσά χαρίσματα, το βιος σου τρώνε ωστόσο.
ἀλλ᾿ ἦ τοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλθών: Μα εσύ θα γδικιωθείς διαγέρνοντας τις αδικίες τους όλες.
αὐτὰρ ἐπὴν μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι Κι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις
120 κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδὸν ὀξέι χαλκῷ, χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο
ἔρχεσθαι δὴ ἔπειτα λαβὼν ἐυῆρες ἐρετμόν, πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας,
εἰς ὅ κε τοὺς ἀφίκηαι οἳ οὐκ ἴσασι θάλασσαν σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι
ἀνέρες, οὐδέ θ᾿ ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν: είναι,
οὐδ᾿ ἄρα τοί γ᾿ ἴσασι νέας φοινικοπαρῄους κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε,