Page 132 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 132

131




               40   πολλοὶ δ᾿ οὐτάμενοι χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν,   και πλήθος άντρες, με χαλκόβαρα κοντάρια χτυπημένοι,
                    ἄνδρες ἀρηίφατοι βεβροτωμένα τεύχε᾿ ἔχοντες:   που έπεσαν σε πολέμους, κι άρματα ματόβρεχτα κρατούσαν.
                    οἳ πολλοὶ περὶ βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος   Κι άλλος αλλούθε πήραν κι έζωναν το λάκκο με περίσσιον
                    θεσπεσίῃ ἰαχῇ: ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.   άγριον αχό, που εμένα ολόχλωμος με περεχούσε τρόμος.
                    δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα   Πρόσταξα τότε τους συντρόφους μου να γδάρουν τα σφαγάρια,

               45   μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ᾿ ἐσφαγμένα νηλέι χαλκῷ,   που εκοίτουνταν απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα,
                    δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,   και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν,
                    ἰφθίμῳ τ᾿ Ἀί̈δῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ:   στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη.
                    αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ   Κι εγώ, καθούμενος, ανάσυρα το κοφτερό απ᾿ τη μέση
                    ἥμην, οὐδ᾿ εἴων νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα   σπαθί, και των νεκρών δεν άφηνα τ᾿ ανέψυχα κεφάλια

               50   αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.    κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση μου δώσει ο Τειρεσίας.
                    «πρώτη δὲ ψυχὴ Ἐλπήνορος ἦλθεν ἑταίρου:   Πρώτη έφτασε η ψυχή του Ελπήνορα, του συντρόφου μου᾿ ακόμα
                    οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης:   δεν ήταν κάτω απ᾿ την πλατύδρου, η τη γη μαθές θαμμένος
                    σῶμα γὰρ ἐν Κίρκης μεγάρῳ κατελείπομεν ἡμεῖς   το είχαμε αφήσει το κουφάρι του στης Κίρκης το παλάτι
                    ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον, ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε.   άκλαφτο κι άθαφτο —μας έσφιγγαν μεγάλες έγνοιες άλλες!

               55   τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,   Κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν,
                    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:   και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
                    «Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα;   ,, Στο ανήλιαγο σκοτάδι, Ελπήνορα, πως ήρθες; πως κατέβης
                    ἔφθης πεζὸς ἰὼν ἢ ἐγὼ σὺν νηὶ μελαίνῃ.   πεζός εσύ πιο πριν απ᾿ τ᾿ άρμενο που μ᾿ έφερε εδώ πέρα;"
                    «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ:   Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη:

               60                                          ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
                    ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
                                                           θεού βουλή κακιά με αφάνισε και το κρασί το πλήθιο!
                    ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος.
                    Κίρκης δ᾿ ἐν μεγάρῳ καταλέγμενος οὐκ ἐνόησα   Στης Κίρκης το παλάτι ως πλάγιαζα, δεν πέρασε απ᾿ το νου μου
                                                           την αψηλήν οπούθε ανέβηκα να κατεβώ τη σκάλα,
                    ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,   κι απ᾿ τη σκεπή γραμμή γκρεμίστηκα, κι ως βγήκε απ᾿ τα
                    ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσον: ἐκ δέ μοι αὐχὴν
                                                           σφοντύλια
               65   ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾿ Ἄϊδόσδε κατῆλθε.   κι έσπασε ο σβέρκος μου, κατέβηκε στον Άδη κι η ψυχή μου.
                    νῦν δέ σε τῶν ὄπιθεν γουνάζομαι, οὐ παρεόντων,   Μα σε ξορκίζω σε όσους άφηκες δικούς κι εδώ δεν είναι —
                    πρός τ᾿ ἀλόχου καὶ πατρός, ὅ σ᾿ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα,  το ταίρι σου και τον πατέρα σου, που σ᾿ έχει αναστημένο,
                    Τηλεμάχου θ᾿, ὃν μοῦνον ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπες:   και τον Τηλέμαχο, στο σπίτι σου μοναχογιό που άφηκες:
                    οἶδα γὰρ ὡς ἐνθένδε κιὼν δόμου ἐξ Ἀίδαο   το ξέρω, σα γυρνάς, αφήνοντας εδώ τον Κάτω Κόσμο,
               70   νῆσον ἐς Αἰαίην σχήσεις ἐυεργέα νῆα:   στην Αία ξανά το καλοκάμωτο καράβι σου θ᾿ αράξεις.
                    ἔνθα σ᾿ ἔπειτα, ἄναξ, κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο.   Εκεί φτασμένος θέλω, ρήγα μου, να θυμηθείς και μένα᾿
                    μή μ᾿ ἄκλαυτον ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν   άκλαφτο κι άθαφτο, αψηφώντας με, μη φύγεις και με αφήσεις,
                    νοσφισθείς, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι,   απ᾿ αφορμή δικιά μου οι αθάνατοι μην οργιστούν μαζί σου
                    ἀλλά με κακκῆαι σὺν τεύχεσιν, ἅσσα μοι ἔστιν,   μονάχα κάψε με με τ᾿ άρματα που ήταν δικά μου, ως ζούσα,

               75   σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης,   κι εκεί, στο ακρόγιαλο της θάλασσας, μνημούρι ασκώσετέ μου
                    ἀνδρὸς δυστήνοιο καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.   του δύστυχου, που κι οι μελλούμενες γενιές να μου θυμούνται.
                    ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾿ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,   Κι ως τούτα πια τελέψεις, κάρφωσε κι ένα κουπί στο μνήμα,
                    τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν.’   αυτό που ζώντας είχα κι έλαμνα μαζί με τους συντρόφους."
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:   Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:

               80    ‘ταῦτά τοι, ὦ δύστηνε, τελευτήσω τε καὶ ἔρξω.’   ,, Όλα όσα γύρεψες, βαριόμοιρε, θα κάμω απ᾿ άκρη ως άκρη."
                    «νῶι μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν   Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας,
                    ἥμεθ᾿, ἐγὼ μὲν ἄνευθεν ἐφ᾿ αἵματι φάσγανον ἴσχων,   στο γαίμα δίπλα εγώ καθούμενος με το σπαθί στο χέρι,
                    εἴδωλον δ᾿ ἑτέρωθεν ἑταίρου πόλλ᾿ ἀγόρευεν:   κι ο γίσκιος πέρα του συντρόφου μου, να λέει, να μη σωπαίνει.
   127   128   129   130   131   132   133   134   135   136   137