Page 127 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 127
126
καί μ᾿ ὀλοφυρόμενοι ἔπεα πτερόεντα προσηύδων: και τέτοια κλαίοντας ανεμάρπαστα μου συντυχαίναν λόγια:
« ‘σοὶ μὲν νοστήσαντι, διοτρεφές, ὣς ἐχάρημεν, ,, Τόσο χαρήκαμε, αρχοντόγεννε, το γυρισμό σου, ως να 'ταν
420 ὡς εἴ τ᾿ εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα πατρίδα γαῖαν: πια στην Ιθάκη να διαγέρναμε, στη γη την πατρική μας.
ἀλλ᾿ ἄγε, τῶν ἄλλων ἑτάρων κατάλεξον ὄλεθρον.’ Μον᾿ έλα, ιστόρα μας, πως χάθηκαν οι επίλοιποι σύντροφοι;»
«ὣς ἔφαν, αὐτὰρ ἐγὼ προσέφην μαλακοῖς ἐπέεσσι: Είπαν, κι εγώ γλυκά τους μίλησα κι απηλογιά τους δίνω:
‘νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε, ,, Πιό πρώτα απ᾿ όλα το καράβι μας να σύρουμε όξω να 'βγει,
κτήματα δ᾿ ἐν σπήεσσι πελάσσομεν ὅπλα τε πάντα: μετά το βιος και τ᾿ άλλα σύνεργα να κρύψουμε σε σπήλια'
425 αὐτοὶ δ᾿ ὀτρύνεσθε ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι, κι ατοί σας ακλουθάτε γρήγορα τ᾿ αχνάρια μου, να δείτε
ὄφρα ἴδηθ᾿ ἑτάρους ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης στης Κίρκης το παλάτι οι σύντροφοι πως πίνουν και πως τρώνε,
πίνοντας καὶ ἔδοντας: ἐπηετανὸν γὰρ ἔχουσιν.’ κι έχουν μπροστά τους όσα θα 'φταναν να τρώνε ακέριο χρόνο.»
«ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾿ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο. Είπα, κι ευτύς εκείνοι σύγκλιναν᾿ ο Ευρύλοχος μονάχα
Εὐρύλοχος δέ μοι οἶος ἐρύκανε πάντας ἑταίρους: ν᾿ ανακρατήσει πίσω επάλευε τους συντρόφους μας όλους,
430 καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και κράζοντας τους ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:
«‘ἆ δειλοί, πόσ᾿ ἴμεν; τί κακῶν ἱμείρετε τούτων; ,, Για που τραβούμε τώρα, δύστυχοι; Τον ίδιο το χαμό σας
Κίρκης ἐς μέγαρον καταβήμεναι, ἥ κεν ἅπαντας ζητάτε; — στο παλάτι να 'ρθουμε της Κίρκης, που για χοίρους
ἢ σῦς ἠὲ λύκους ποιήσεται ἠὲ λέοντας, για λύκους, για και λιόντες όλους μας θα κάνει δίχως άλλο,
οἵ κέν οἱ μέγα δῶμα φυλάσσοιμεν καὶ ἀνάγκῃ, θέμε, δε θέμε το παλάτι της το μέγα να φυλάμε.
435 ὥς περ Κύκλωψ ἔρξ᾿, ὅτε οἱ μέσσαυλον ἵκοντο Τα ίδια μας έκανε κι ο Κύκλωπας, σαν ήρθαν στο μαντρί του
ἡμέτεροι ἕταροι, σὺν δ᾿ ὁ θρασὺς εἵπετ᾿ Ὀδυσσεύς: οι άλλοι συντρόφοι μας κι ο απότορμος μαζί τους Οδυσσέας.
τούτου γὰρ καὶ κεῖνοι ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο.’ Της αμυαλιάς του είναι το φταίξιμο που χάθηκαν κι εκείνοι!»
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ γε μετὰ φρεσὶ μερμήριξα, Στα λόγια ετούτα εγώ στοχάστηκα για μια στιγμή στα φρένα
σπασσάμενος τανύηκες ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ, να σύρω το σπαθί τ᾿ ολόμακρο πλάι στο παχύ μερί μου
440 τῷ οἱ ἀποπλήξας κεφαλὴν οὖδάσδε πελάσσαι, και να τον κρούσω, το κεφάλι του να κυλιστεί στο χώμα,
καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχεδόν: ἀλλά μ᾿ ἑταῖροι που δικός μου ας ήταν άνθρωπος᾿ ωστόσο με κυκλώσαν
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος: άλλος αλλούθε γύρα οι σύντροφοι πραγά αντισκόφτοντάς με:
«‘διογενές, τοῦτον μὲν ἐάσομεν, εἰ σὺ κελεύεις, ,, Ας τον αφήσουμε, αρχοντόγεννε, κι εσύ να θέλεις μόνο,
αὐτοῦ πὰρ νηί τε μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι: εδώ να μένει στό πλεούμενο, να του 'χει και την έγνοια·
445 ἡμῖν δ᾿ ἡγεμόνευ᾿ ἱερὰ πρὸς δώματα Κίρκης.’ κι έμπα μπροστά, στο αρχοντοπάλατο να πάμε εμείς της Κίρκης.»
«ὣς φάμενοι παρὰ νηὸς ἀνήιον ἠδὲ θαλάσσης. Είπαν, κι αφήκαν πλοίο κι ακρόγιαλο και πήραν ν᾿ ανεβαίνουν.
οὐδὲ μὲν Εὐρύλοχος κοίλῃ παρὰ νηὶ λέλειπτο, Μα δεν απόμεινε κι ο Ευρύλοχος στο βαθουλό καράβι,
ἀλλ᾿ ἕπετ': ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπήν. μον᾿ μας ακλούθηξε, τι ετρόμαξε τις άγριες μου φοβέρες.
«τόφρα δὲ τοὺς ἄλλους ἑτάρους ἐν δώμασι Κίρκη Ωστόσο η Κίρκη στο παλάτι της τους άλλους μας συντρόφους
450 ἐνδυκέως λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾿ ἐλαίῳ, καλά τους έλουσε, τους άλειψε με μυρωμένο λάδι
ἀμφὶ δ᾿ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλεν ἠδὲ χιτῶνας: και στο κορμί σγουρές τους φόρεσε χλαμύδες και χιτώνες.
δαινυμένους δ᾿ ἐὺ πάντας ἐφεύρομεν ἐν Στο αρχονταρίκι τους πετύχαμε σε πλούσιο ομπρός τραπέζι'
μεγάροισιν. κι ως ανταμώθηκαν κι αντίκρισαν ο ένας τον άλλο, αρχίσαν
οἱ δ᾿ ἐπεὶ ἀλλήλους εἶδον φράσσαντό τ᾿ ἐσάντα, θρήνους και γόσματα᾿ κι ολόγυρα το σπίτι αντιδονούσε.
κλαῖον ὀδυρόμενοι, περὶ δὲ στεναχίζετο δῶμα.
455 Κι ήρθε η τρανή θεά και στάθηκε κοντά μου τότε κι είπε:
ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα προσηύδα δῖα θεάων:
«‘μηκέτι νῦν θαλερὸν γόον ὄρνυτε: οἶδα καὶ αὐτὴ ,, Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τους θρήνους τώρα παρατάτε τους· ατή μου το κατέχω
ἠμὲν ὅσ᾿ ἐν πόντῳ πάθετ᾿ ἄλγεα ἰχθυόεντι, το πόσα εσύρατε στα πέλαγα τα ψαροθρόφα μέσα,
ἠδ᾿ ὅσ᾿ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾿ ἐπὶ χέρσου.
και πόσα στις στεριές οι αντίμαχοι σας έκαμαν τυράαννια.
460 ἀλλ᾿ ἄγετ᾿ ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον, Μα ελάτε, στο τραπέζι κάτσετε, ψωμί, κρασί χαρείτε,