Page 122 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 122

121




               210  εὗρον δ᾿ ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης   Και βρήκαν σε βαθύ συλλάγκαδο της Κίρκης το παλάτι,
                    ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ:   πετροπελεκητό, καλόφτιαστο, σε ξάγναντο χτισμένο.
                    ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες,   Λύκοι βουνίσιοι το τριγύριζαν και λιόντες, που 'χε ατή της
                    τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ᾿ ἔδωκεν.   γητέψει, δίνοντας τους βότανα φαρμακερά να φάνε.
                    οὐδ᾿ οἵ γ᾿ ὡρμήθησαν ἐπ᾿ ἀνδράσιν, ἀλλ᾿ ἄρα τοί   Κι ουδέ που χίμιξαν απάνω τους, καθώς τους είδαν ξένους,
                    γε

               215  οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες ἀνέσταν.   μον᾿ τις μακριές ουρές χαρούμενα κουνώντας σηκώθηκαν.
                    ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηθεν ἰόντα   Πως κάνουν γύρα στον αφέντη τους τρανές χαρές οι σκύλοι,
                    σαίνωσ᾿, αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ,   από τραπέζι ως φτάνει, ξέροντας καλούδια πως τους φέρνει,
                    ὣς τοὺς ἀμφὶ λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες   όμοια κι οι λιόντες κι οι ατσαλόνυχοι τους κάναν λύκοι τότε'
                    σαῖνον: τοὶ δ᾿ ἔδεισαν, ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα.   τρανές χαρές, μα εκείνοι τρόμαξαν, τέτοια θεριά να ιδούνε.

               220  ἔσταν δ᾿ ἐν προθύροισι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο,   Στην ξώπορτα της ωριοπλέξουδης θεάς ομπρός σταθήκαν,
                    Κίρκης δ᾿ ἔνδον ἄκουον ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ,   της Κίρκης, κι άκουαν που με γάργαρη φωνή τραγούδαε μέσα,
                    ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων   μεγάλο ως ύφαινε κι αθάνατο πανί — και μη δεν είναι
                    λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.   όλα οι θεές που υφαίνουν όμορφα, ψιλά, χαριτωμένα;
                    τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Πολίτης ὄρχαμος ἀνδρῶν,   Τότε ο τρανός Πολίτης κίνησε τα λόγια αναμεσό τους,

               225  ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε:   ο πιο μου μπιστεμένος σύντροφος κι ο πιο που του 'χα αγάπη:
                    «ὦ φίλοι, ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν   ,, Κάποια γυναίκα πηγαινόρχεται στον αργαλειό της, φίλοι,
                    καλὸν ἀοιδιάει, δάπεδον δ᾿ ἅπαν ἀμφιμέμυκεν,   το μέγα, τραγουδώντας όμορφα, κι αντιδονεί το σπίτι —
                    ἢ θεὸς ἠὲ γυνή: ἀλλὰ φθεγγώμεθα θᾶσσον.’   θνητή, θεά, δεν ξέρω᾿ γρήγορα μαζί ας φωνάξουμε όλοι!"
                    «ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τοὶ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες.   Σαν είπε τούτα, εκείνοι εφώναξαν με δύναμη, κι η Κίρκη

               230  ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς   τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση, κι όπως βγήκε,
                    καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο:   τους κάλεσε να μπουν ανήξεροι της ακλουθήξαν όλοι,
                    Εὐρύλοχος δ᾿ ὑπέμεινεν, ὀισάμενος δόλον εἶναι.   και μόνο ο Ευρύλοχος απόμεινε, τι οσμίστη κάποιο δόλο.
                    εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγοῦσα κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,  Κι ως τους συνέμπασε, τους έδωκε σκαμνιά, θρονιά να κάτσουν,
                    ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν   και σε κρασί απ᾿ την Πράμνη ανάδευε μαζί τυρί ξυσμένο,
               235  οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα: ἀνέμισγε δὲ σίτῳ   μέλι ξανθό και κριθαράλευρο, και μέσα εκεί τους ρίχνει
                    φάρμακα λύγρ᾿, ἵνα πάγχυ λαθοίατο πατρίδος αἴης.  κακά βοτάνια, την πατρίδα τους για πάντα να ξεχάσουν.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δῶκέν τε καὶ ἔκπιον, αὐτίκ᾿ ἔπειτα   Κι ως τους το κέρασε και το άδειασαν, σε μια στιγμή τους δίνει
                    ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ.   με το ραβδί της, και τους έκλεισε στα χοιρομάντρια μέσα.
                    οἱ δὲ συῶν μὲν ἔχον κεφαλὰς φωνήν τε τρίχας τε   Χοίρου κορμί απόχτησαν όλοι τους, φωνή, κεφάλι, τρίχες,
               240  καὶ δέμας, αὐτὰρ νοῦς ἦν ἔμπεδος, ὡς τὸ πάρος   μόνο που κράτησαν αθόλωτο το νου τους, ως και πρώτα.
                    περ.                                  Κι εκεί που μαντρισμένοι εμύρουνταν, η Κίρκη, για να φάνε,
                    ὣς οἱ μὲν κλαίοντες ἐέρχατο, τοῖσι δὲ Κίρκη   έριξε κράνα, πρινοβέλανα μπροστά τους και βαλάνια,
                    πάρ ῥ᾿ ἄκυλον βάλανόν τε βάλεν καρπόν τε   τι άλλη θροφή οι χαμοκοιτάμενοι δε συνηθούνε χοίροι.
                    κρανείης                              Κι ο Ευρύλοχος τρεχάτος έφτασε στο μελανό καράβι,
                    ἔδμεναι, οἷα σύες χαμαιευνάδες αἰὲν ἔδουσιν.
                    «Εὐρύλοχος δ᾿ αἶψ᾿ ἦλθε θοὴν ἐπὶ νῆα μέλαιναν

               245  ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον.   να πει τι απόγιναν οι σύντροφοι, το τι κακό τους βρήκε.
                    οὐδέ τι ἐκφάσθαι δύνατο ἔπος ἱέμενός περ,   Βαρύς καημός καθώς τον έπνιγε, μια λέξη καν να βγάλει
                    κῆρ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος: ἐν δέ οἱ ὄσσε   του κάκου πάλευε απ᾿ το στόμα του᾿ τα δάκρυα πλημμυρούσαν
                    δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾿ ὠίετο θυμός.   τα δυο του μάτια, κι όλο του 'ρχονταν σε θρήνο να ξεσπάσει.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δή μιν πάντες ἀγασσάμεθ᾿ ἐξερέοντες,   Μα όπως ριχτήκαμε όλοι πάνω του ρωτώντας σαστισμένοι,

               250  καὶ τότε τῶν ἄλλων ἑτάρων κατέλεξεν ὄλεθρον:   Εκείνος το χαμό ανιστόρησε των άλλων μας συντρόφων:
                    «‘ἤιομεν, ὡς ἐκέλευες, ἀνὰ δρυμά, φαίδιμ᾿   ,, Τρανέ Οδυσσέα, καθώς μας πρόσταξες, διαβήκαμε το δάσο,
   117   118   119   120   121   122   123   124   125   126   127