Page 119 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 119

118




                    ἠπύει εἰσελάων, ὁ δέ τ᾿ ἐξελάων ὑπακούει.   ο ένας γυρνώντας, ο άλλος φεύγοντας, κι αφήνουν γεια, ως
                    ἔνθα κ᾿ ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς,   χωρίζουν.
                                                          Αν ήσουν δίχως ύπνο, θα 'παιρνες διπλή εδώ πέρα ρόγα,

               85   τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ᾿ ἄργυφα μῆλα νομεύων:   τη μια τ᾿ αρνιά σου τ᾿ άσπρα βόσκοντας, την άλλη βαυκαλώντας᾿
                    ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι.   κοντά μαθές οι δρόμοι ανοίγουνται της μέρας και της νύχτας.
                    ἔνθ᾿ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη   Εκεί στον ξακουσμένο αράξαμε λιμιώνα, που τον ζώνουν
                    ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,   μιαν άκρα ως άλλη βράχια απόγκρεμα κι από τις δυο μεριές του.
                    ἀκταὶ δὲ προβλῆτες ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν   Στου λιμανιού το στόμα ορθόψηλοι στυλώνουνται δυο κάβοι

               90   ἐν στόματι προύχουσιν, ἀραιὴ δ᾿ εἴσοδός ἐστιν,   αντικριστοί, και πόρο αφήνουνε στενόν αναμεσό τους.
                    ἔνθ᾿ οἵ γ᾿ εἴσω πάντες ἔχον νέας ἀμφιελίσσας.   Τα δρεπανόγυρτα καράβια τους κει μέσα άραξαν οι άλλοι
                    αἱ μὲν ἄρ᾿ ἔντοσθεν λιμένος κοίλοιο δέδεντο   και το 'να στ᾿ άλλο δίπλα τα 'δεσαν στο βαθουλό λιμάνι'
                    πλησίαι: οὐ μὲν γάρ ποτ᾿ ἀέξετο κῦμά γ᾿ ἐν αὐτῷ,   τι η θάλασσα ποτέ δε φούσκωνε κει μέσα, μήτε λίγο
                    οὔτε μέγ᾿ οὔτ᾿ ὀλίγον, λευκὴ δ᾿ ἦν ἀμφὶ γαλήνη:   μήτε που, μον᾿ γύρω απλώνουνταν γαλήνη στραφταλούσα.

               95   αὐτὰρ ἐγὼν οἶος σχέθον ἔξω νῆα μέλαιναν,   Εγώ μονάχα απέξω εκράτησα το μελανό καράβι,
                    αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐσχατιῇ, πέτρης ἐκ πείσματα δήσας:   στην άκραν άκρα εκεί, και το 'δεσα με τα σκοινιά από βράχο -
                    ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών.   κι ως στάθηκα σε βίγλα απόγκρεμη ψηλά, για ν᾿ αγναντέψω,
                    ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ᾿ ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα,   μηδέ βοδιών τρογύρα φαίνουνταν μηδέ κι ανθρώπων έργα,
                    καπνὸν δ᾿ οἶον ὁρῶμεν ἀπὸ χθονὸς ἀίσσοντα.   καπνό μονάχα που ανηφόριζε ψηλά απ᾿ τη γης θωρούμε.

               100                                        Κι είπα να πέψω απ᾿ τους συντρόφους μου να παν μπροστά να
                    δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἑτάρους προί̈ειν πεύθεσθαι ἰόντας,
                                                          μάθουν
                    οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
                                                          σαν ποιοί θνητοί, ψωμί που γεύουνται, στα μέρη ετούτα ζούνε,
                    ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾿ ἅμ᾿ ὀπάσσας.
                                                          απ᾿ τους δικούς μου δυο διαλέγοντας, μαζί τους κι έναν κράχτη.
                    οἱ δ᾿ ἴσαν ἐκβάντες λείην ὁδόν, ᾗ περ ἄμαξαι
                    ἄστυδ᾿ ἀφ᾿ ὑψηλῶν ὀρέων καταγίνεον ὕλην,   Βγήκαν αυτοί και δρόμο πήρανε στρωτό᾿ τα κάρα εκείθε
                                                          απ᾿ τα ψηλά βουνά κατέβαζαν στην πολιτεία τα ξύλα.
               105  κούρῃ δὲ ξύμβληντο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῃ,   Στο κάστρο ομπρός κοπέλα αντάμωσαν, νερό που κουβαλούσε,
                    θυγατέρ᾿ ἰφθίμῃ Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο.   την κόρη την τρανή του Αντίφατου, του Λαιστρυγόνιου ρήγα.
                    ἡ μὲν ἄρ᾿ ἐς κρήνην κατεβήσετο καλλιρέεθρον   Είχε σε μια πηγή ωριορέματη κατέβει να γεμίσει,
                    Ἀρτακίην: ἔνθεν γὰρ ὕδωρ προτὶ ἄστυ φέρεσκον:   στην Αρτακία, τι εκείθε ανάσερναν νερό να παν στην πόλη.
                    οἱ δὲ παριστάμενοι προσεφώνεον ἔκ τ᾿ ἐρέοντο   Κι αυτοί στάθηκαν και της μίλησαν και την αναρωτούσαν,

               110  ὅς τις τῶνδ᾿ εἴη βασιλεὺς καὶ οἷσιν ἀνάσσοι:   ποιος είναι ο βασιλιάς στη χώρα τους και ποιοί 'ναι αυτοί που ορίζει.
                    ἡ δὲ μάλ᾿ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ.   Το ξακουσμένο, αψηλοτάβανο του κύρη της παλάτι
                    οἱ δ᾿ ἐπεὶ εἰσῆλθον κλυτὰ δώματα, τὴν δὲ γυναῖκα   κείνη τους έδειξε᾿ μα ως μπήκανε, θωρούνε μια γυναίκα
                    εὗρον, ὅσην τ᾿ ὄρεος κορυφήν, κατὰ δ᾿ ἔστυγον   σαν του βουνού κορφή θεόρατη, κι αγριεύτηκε η καρδιά τους.
                    αὐτήν.                                Κι αυτή απ᾿ την αγορά τον άντρα της, τον ξακουστό Αντιφάτη,
                    ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξ ἀγορῆς ἐκάλει κλυτὸν Ἀντιφατῆα,
               115  ὃν πόσιν, ὃς δὴ τοῖσιν ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον.   καλεί, που φτάνοντας μελέτησε τον άγριο χαλασμό τους·
                    αὐτίχ᾿ ἕνα μάρψας ἑτάρων ὡπλίσσατο δεῖπνον:   τι αρπάζοντας τον ένα σύντροφο τον έφαγε στο γιόμα.
                    τὼ δὲ δύ᾿ ἀίξαντε φυγῇ ἐπὶ νῆας ἱκέσθην.   Κι ως οι άλλοι δυο στα πόδια το 'βαλαν και φτάσαν στα καράβια,
                    αὐτὰρ ὁ τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος: οἱ δ᾿ ἀίοντες   φωνή στο κάστρο εκείνος σήκωσε. Το κάλεσμα γρικώντας
                    φοίτων ἴφθιμοι Λαιστρυγόνες ἄλλοθεν ἄλλος,   άλλος αλλούθε πήραν οι άτρομοι και τρέχαν Λαιστρυγόνες,

               120  μυρίοι, οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότες, ἀλλὰ Γίγασιν.   χιλιάδες, Γίγαντες θυμίζοντας, θνητούς ανθρώπους όχι᾿
                    οἵ ῥ᾿ ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν   και πέτρες, μόλις που ένας θ᾿ άσκωνε θνητός, από τα βράχια
                    βάλλον: ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει  σφεντόνιζαν. Βαρύς ο πάταχος υψώθη στ᾿ άρμενά μας
                    ἀνδρῶν τ᾿ ὀλλυμένων νηῶν θ᾿ ἅμα ἀγνυμενάων:   από τους άντρες που σκοτώνουνταν κι από τα πλοία που έσπαζαν
                    ἰχθῦς δ᾿ ὣς πείροντες ἀτερπέα δαῖτα φέροντο.   καμακωμένους τους εσήκωναν σαν ψάρια, να τους φάνε!
   114   115   116   117   118   119   120   121   122   123   124