Page 115 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 115
114
ἀλλ᾿ αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ καλὸν ἐδέγμην Μα πάντα εγώ έναν άντρα πρόσμενα να φτάνει στο νησί μας
ἐνθάδ᾿ ἐλεύσεσθαι, μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν: κι όμορφος να 'ναι κι αψηλόκορμος, περίσσια αντρεία ζωσμένος·
515 νῦν δέ μ᾿ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς και τώρα ετούτος ο κοντούτσικος, ο ψόφιος, ο χαμένος,
ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἐπεί μ᾿ ἐδαμάσσατο οἴνῳ. το μάτι μου 'βγαλε, θολώνοντας με το κρασί το νου μου!
ἀλλ᾿ ἄγε δεῦρ᾿, Ὀδυσεῦ, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω Μα έλα, Οδυσσέα, κοντά μου γύρισε, να σε φιλοκονέψω
πομπήν τ᾿ ὀτρύνω δόμεναι κλυτὸν ἐννοσίγαιον: και να γυρέψω καλοστράτισμα για σε απ᾿ τον Κοσμοσείστη,
τοῦ γὰρ ἐγὼ πάϊς εἰμί, πατὴρ δ᾿ ἐμὸς εὔχεται εἶναι. που πέτεται πως είναι κύρης μου, κι εγώ πως είμαι γιός του.
520 αὐτὸς δ᾿, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσ᾿, ἰήσεται, οὐδέ τις ἄλλος Αυτός, αν το 'θελε, θα με 'γιαινε — κανένας άλλος όμως
οὔτε θεῶν μακάρων οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων.’ απ᾿ τους τρισμάκαρους αθάνατους και τους θνητούς ανθρώπους.»
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον: Σαν είπε τούτα, εγώ του φώναξα κι απηλογιά του δίνω:
αἲ γὰρ δὴ ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε δυναίμην ,, Μακάρι να μπορουσα να᾿ παιρνα και τη ζωή σου τώρα,
εὖνιν ποιήσας πέμψαι δόμον Ἄϊδος εἴσω, στον Κάτω Κόσμο να κατέβαινες νεκρός, ως είναι αλήθεια
525 ὡς οὐκ ὀφθαλμόν γ᾿ ἰήσεται οὐδ᾿ ἐνοσίχθων.’ πως δεν το γιαίνει πια το μάτι σου μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!»
«ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔπειτα Ποσειδάωνι ἄνακτι Έτσι μιλούσα᾿ εκείνος έπειτα στο ρήγα Ποσειδώνα
εὔχετο χεῖρ᾿ ὀρέγων εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα: προσεύχουνταν, τα χέρια απλώνοντας στ᾿ αστερωμένα ουράνια:
‘κλῦθι, Ποσείδαον γαιήοχε κυανοχαῖτα, ,, Της Γης αφέντη γαλαζόχαιτε, για δώσε, Ποσειδώνα,
εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι, πατὴρ δ᾿ ἐμὸς εὔχεαι εἶναι, αν πέτεσαι πως είσαι κύρης μου κι εγώ είμαι γιος σου αλήθεια,
530 δὸς μὴ Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι πατρίδα πια ο καστροπολέμαρχος να μη χαρεί Οδυσσέας,
υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾿ ἔχοντα. του Λαέρτη ο γιος, που 'χει τα σπίτια του χτισμένα στην Ιθάκη.
ἀλλ᾿ εἴ οἱ μοῖρ᾿ ἐστὶ φίλους τ᾿ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι Μα αν τους δικούς του η Μοίρα του 'γραψε να ιδεί και να γυρίσει
οἶκον ἐυκτίμενον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν, στο αρχοντικό του το καλόχτιστο, στη γη την πατρική του,
ὀψὲ κακῶς ἔλθοι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους, να φτάσει καν με δίχως συντρόφους, αργά, συφοριασμένος,
535 νηὸς ἐπ᾿ ἀλλοτρίης, εὕροι δ᾿ ἐν πήματα οἴκῳ.’ σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι του να βρει τυράννια κι άλλα!»
«ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε κυανοχαίτης. Σαν είπε τούτα, ο Γαλαζόχαιτος τον άκουσε που ευκήθη'
αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἐξαῦτις πολὺ μείζονα λᾶαν ἀείρας κι ο Κύκλωπας που τρανότερο στα χέρια ασκώνει βράχο
ἧκ᾿ ἐπιδινήσας, ἐπέρεισε δὲ ἶν᾿ ἀπέλεθρον, και τον πετάει στρουφογυρνώντας τον με φόρα γιγαντένια.
κὰδ᾿ δ᾿ ἔβαλεν μετόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πέφτει ο βράχος,
540 τυτθόν, ἐδεύησεν δ᾿ οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι. κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης: Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι
τὴν δὲ πρόσω φέρε κῦμα, θέμωσε δὲ χέρσον μπροστά μας έσπρωξαν τα κύματα, προς τη στεριά την άλλη.
ἱκέσθαι. Πια τέλος στο νησί σα φτάσαμε, κει που είχαν όλα μείνει
«ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφικόμεθ᾿, ἔνθα περ ἄλλαι τ᾿ άλλα μας πλοία τα καλοκούβερτα, κι οι σύντροφοί μας όλοι
νῆες ἐύσσελμοι μένον ἁθρόαι, ἀμφὶ δ᾿ ἑταῖροι
545 ἥατ᾿ ὀδυρόμενοι, ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί, ώρα την ώρα καρτερώντας μας κάθονταν και θρηνούσαν,
νῆα μὲν ἔνθ᾿ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν, μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι·
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης. πρώτα εμείς βγήκαμε από τ᾿ άρμενο το βαθουλό στον άμμο,
μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες μετά του Κύκλωπα όξω βγάλαμε τ᾿ αρνιά, κι εκεί αρχινάμε
δασσάμεθ᾿, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης. τη μοιρασιά, για να 'χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
550 ἀρνειὸν δ᾿ ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι Διαλέγουν κι οι αντρειωμένοι σύντροφοι για μένα το κριάρι,
μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα: τὸν δ᾿ ἐπὶ θινὶ όξω από τ᾿ άλλα αρνιά που εμοίραζαν κι εγώ στο Δία το σφάζω,
Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει, στην αμμουδιά, το μαυροσύγνεφο, που όλον τον κόσμο ορίζει,
ῥέξας μηρί᾿ ἔκαιον: ὁ δ᾿ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν, και τα μεριά του καιω᾿ μα αλίμονο, την προσφορά μου εκείνος
ἀλλ᾿ ὅ γε μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι δεν αποδέχτη, μόνο ελόγιαζε το πως θ᾿ αφανιζόνταν
555 νῆες ἐύσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι. όλα τα πλοία τα καλοκούβερτα κι οι γκαρδιακοί συντρόφοι.