Page 116 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 116
115
«ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα Έτσι ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾿ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ: με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι.
ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης. σε ύπνο απογείραμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
560 ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
δὴ τότ᾿ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα γοργά τους συντρόφους μου επρόσταζα και τους παρακινούσα,
αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι: μόλις ανέβουν στα πλεούμενα, να λύσουν τις πρυμάτσες.
οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον, Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
ἑξῆς δ᾿ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς. γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
565 «ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ, Κι ανοίξαμε πανιά να φύγουμε με πικραμένα σπλάχνα,
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους. εμείς γλιτώνοντας το θάνατο — χωρίς τους συντρόφους μας.