Page 118 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 118

117




               40   πολλὰ μὲν ἐκ Τροίης ἄγεται κειμήλια καλὰ   Από της Τροίας τα κούρσα αρίφνητα μαζί του φέρνει πλούτη
                    ληίδος, ἡμεῖς δ᾿ αὖτε ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες   πανέμορφα᾿ κι εμείς, που η στράτα μας με τούτου στάθηκε ίδια,
                    οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες:   με άδεια τα χέρια στην πατρίδα μας διαγέρνουμε όλοι πίσω.
                    καὶ νῦν οἱ τάδ᾿ ἔδωκε χαριζόμενος φιλότητι   Δέτε και τώρα τι του εχάρισεν απ᾿ την πολλή του αγάπη
                    Αἴολος. ἀλλ᾿ ἄγε θᾶσσον ἰδώμεθα ὅττι τάδ᾿ ἐστίν,   ο ρήγας Αίολος᾿ κάντε γρήγορα, να ιδούμε τι είναι τούτα,

               45   ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν.’    σαν πόσο ασήμι, πόσο μάλαμα στο ασκί του μέσα κρύβει.
                    «ὣς ἔφασαν, βουλὴ δὲ κακὴ νίκησεν ἑταίρων:   Λέγαν οι σύντροφοι, και νίκησε μια τόσο ανόητη γνώμη.
                    ἀσκὸν μὲν λῦσαν, ἄνεμοι δ᾿ ἐκ πάντες ὄρουσαν.   Μα ως έλυσαν το ασκί και χύθηκαν όλοι μεμιάς οι ανέμοι,
                    τοὺς δ᾿ αἶψ᾿ ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε θύελλα   γοργά ένας σίφουνας τους ξέσυρε βαθιά στο πέλαο μέσα,
                    κλαίοντας, γαίης ἄπο πατρίδος. αὐτὰρ ἐγώ γε   μακριά απ᾿ τη γη μας· απ᾿ τους θρήνους τους ορθός κι εγώ πετιέμαι'

               50   ἐγρόμενος κατὰ θυμὸν ἀμύμονα μερμήριξα,   και τότε μες στην αψεγάδιαστη καρδιά μου αναρωτιόμουν,
                    ἠὲ πεσὼν ἐκ νηὸς ἀποφθίμην ἐνὶ πόντῳ,   τάχα να πέσω απ᾿ το καράβι μου και να πνιγώ στο κύμα,
                    ἦ ἀκέων τλαίην καὶ ἔτι ζωοῖσι μετείην.   για υπομονή να κάνω αμίλητος και στη ζωή να μείνω;
                    ἀλλ᾿ ἔτλην καὶ ἔμεινα, καλυψάμενος δ᾿ ἐνὶ νηὶ   Υπομονεύτηκα κι απόμεινα, κι απά στο πλοίο κοιτόμουν
                    κείμην. αἱ δ᾿ ἐφέροντο κακῇ ἀνέμοιο θυέλλῃ   κουκουλωμένος· και μας έριξεν η μαύρη ανεμοζάλη

               55   αὖτις ἐπ᾿ Αἰολίην νῆσον, στενάχοντο δ᾿ ἑταῖροι.   στην Αιολία ξανά, κι οι σύντροφοι δε μέρωναν το κλάμα.
                    «ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ᾿ ὕδωρ,  Μόλις στο ακρόγιαλο ανασύραμε νερό, γοργά το γιόμα
                    αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.   δίπλα στα γρήγορα καράβια μας συντάζαν οι σύντροφοι.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ᾿ ἐπασσάμεθ᾿ ἠδὲ ποτῆτος,   Και πια σα φάγαμε, σαν ήπιαμε και φράθηκε η καρδιά μας,
                    δὴ τότ᾿ ἐγὼ κήρυκά τ᾿ ὀπασσάμενος καὶ ἑταῖρον   πήρα έναν κράχτη κι έναν σύντροφο μαζί μου και κινούσα

               60   βῆν εἰς Αἰόλου κλυτὰ δώματα: τὸν δ᾿ ἐκίχανον   να πάω στου Αιόλου το περίλαμπρο παλάτι᾿ κι ως τον βρήκα
                    δαινύμενον παρὰ ᾗ τ᾿ ἀλόχῳ καὶ οἷσι τέκεσσιν.   με τα παιδιά του και το ταίρι του στο γιόμα, προχωρώντας
                    ἐλθόντες δ᾿ ἐς δῶμα παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ᾿ οὐδοῦ   δίπλα στο μάγουλο καθίσαμε της πόρτας, στο κατώφλι.
                    ἑζόμεθ': οἱ δ᾿ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον ἔκ τ᾿ ἐρέοντο:   Κι αυτοί θωρώντας μας εσάστισαν και πήραν να ρωτούνε:
                    «‘πῶς ἦλθες, Ὀδυσεῦ; τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων;   ,, Πως ήρθες; ποιος θεός αντίμαχος σε κυνηγά, Οδυσσέα;

               65   ἦ μέν σ᾿ ἐνδυκέως ἀπεπέμπομεν, ὄφρ᾿ ἀφίκοιο   Εμείς καλά σε προβοδώσαμε, για να διαγείρεις πίσω
                    πατρίδα σὴν καὶ δῶμα καὶ εἴ πού τοι φίλον ἐστίν.’   στην πατρική σου γη, στο σπίτι σου κι όπου ποθεί η καρδιά σου,
                    «ὣς φάσαν, αὐτὰρ ἐγὼ μετεφώνεον ἀχνύμενος   Είπαν, κι εγώ τους αποκρίθηκα με πικραμένα σπλάχνα:
                    κῆρ:                                  ,, Οι άμυαλοι σύντροφοι με αφάνισαν, μαζί κι ο ανήλεος ύπνος·
                    «ἄασάν μ᾿ ἕταροί τε κακοὶ πρὸς τοῖσί τε ὕπνος   Όμως οι φίλοι εσείς βοηθάτε μου, τι σας περνά απ᾿ το χέρι!
                    σχέτλιος. ἀλλ᾿ ἀκέσασθε, φίλοι: δύναμις γὰρ ἐν
                    ὑμῖν.’

               70   «ὣς ἐφάμην μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν,   Είπα, ζητώντας με γλυκόλογα τα σπλάχνα τους ν᾿ αγγίξω,
                    οἱ δ᾿ ἄνεῳ ἐγένοντο: πατὴρ δ᾿ ἠμείβετο μύθῳ:   κι εκεί που μέναν όλοι αμίλητοι, μου απηλογήθη ο κύρης:
                    «‘ἔρρ᾿ ἐκ νήσου θᾶσσον, ἐλέγχιστε ζωόντων:   ,, Απ᾿ το νησί μου χάσου γρήγορα, του κόσμου η καταφρόνια!
                    οὐ γάρ μοι θέμις ἐστὶ κομιζέμεν οὐδ᾿ ἀποπέμπειν   Εγώ δε γίνεται να δέχουμαι κι ουδέ να συνεβγάζω
                    ἄνδρα τόν, ὅς κε θεοῖσιν ἀπέχθηται μακάρεσσιν:   έναν θνητό που οι τρισμακάριστοι θεοί τον οχτρευτήκαν.

               75   ἔρρε, ἐπεὶ ἄρα θεοῖσιν ἀπεχθόμενος τόδ᾿ ἱκάνεις.’   Χάσου! οι θεοί που σε οχτρεύουνται᾿ στο σπίτι μου τι θέλεις;
                    «ὣς εἰπὼν ἀπέπεμπε δόμων βαρέα στενάχοντα.   Είπε, και μ᾿ έδιωξε απ᾿ το σπίτι του στα βογγητά μου μέσα'
                    ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ.   και φύγαμε ξανά στα πέλαγα με πικραμένα σπλάχνα,
                    τείρετο δ᾿ ἀνδρῶν θυμὸς ὑπ᾿ εἰρεσίης ἀλεγεινῆς   κι οι κουπολάτες ξεκαμώνουνταν στο λαμνοκόπι,
                    ἡμετέρῃ ματίῃ, ἐπεὶ οὐκέτι φαίνετο πομπή.   κι ήταν κρίμα δικό μας — πια δεν είχαμε κανέναν συνεβγάλτη!

               80   ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ,   Ακέριες έξι μέρες σκίζαμε το πέλαο, νύχτα μέρα,
                    ἑβδομάτῃ δ᾿ ἱκόμεσθα Λάμου αἰπὺ πτολίεθρον,   και στις εφτά στο κάστρο αράξαμε το απόγκρεμο του Λάμου,
                    Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, ὅθι ποιμένα ποιμὴν   στη Λαιστρυγόνια την πλατύπορτη᾿ βοσκός βοσκό εδώ σμίγει,
   113   114   115   116   117   118   119   120   121   122   123