Page 123 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 123
122
Ὀδυσσεῦ: και σε λαγκάδι αρχοντοπάλατο ξεκρίναμε μεγάλο,
εὕρομεν ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα καλὰ πετροπελεκητό, καλόφτιαστο, σε ξάγναντο χτισμένο.
ξεστοῖσιν λάεσσι, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ. Εκεί στον αργαλειό της άκουσαν που ψιλοτραγουδούσε
ἔνθα δέ τις μέγαν ἱστὸν ἐποιχομένη λίγ᾿ ἄειδεν,
255 ἢ θεὸς ἠὲ γυνή: τοὶ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες. κάποια θεά ή θνητή, και φώναξαν με δύναμη, κι εκείνη
ἡ δ᾿ αἶψ᾿ ἐξελθοῦσα θύρας ὤιξε φαεινὰς τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση, κι όπως βγήκε,
καὶ κάλει: οἱ δ᾿ ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο: τους κάλεσε να μπουν ανήξεροι της ακλουθήξαν όλοι,
αὐτὰρ ἐγὼν ὑπέμεινα, ὀισάμενος δόλον εἶναι. και μόνο εγώ, που δόλο οσμίζομουν, απόμεινα ξοπίσω.
οἱ δ᾿ ἅμ᾿ ἀιστώθησαν ἀολλέες, οὐδέ τις αὐτῶν Κι όλοι μαζί γένηκαν άφαντοι, δε βγήκε πια κανένας,
260 ἐξεφάνη: δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον.’ κι εγώ καθόμουν και τους πρόσμενα πολληώρα να φανούνε.
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγὼ περὶ μὲν ξίφος ἀργυρόηλον Είπε, κι εγώ το ασημοκάρφωτο σπαθί στους ώμους πάνω,
ὤμοιιν βαλόμην, μέγα χάλκεον, ἀμφὶ δὲ τόξα: το χάλκινο, το μέγα, επέρασα, και γύρα το δοξάρι,
τὸν δ᾿ ἂψ ἠνώγεα αὐτὴν ὁδὸν ἡγήσασθαι. κι είπα του Ευρύλοχου να πάρουμε μαζί την ίδια στράτα.
αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἀμφοτέρῃσι λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων Μα εκείνος μου 'πιασε τα γόνατα και με παρακαλιόταν
265 καί μ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και λόγια μου 'λεγε ανεμάρπαστα στα κλάματα του μέσα:
«‘μή μ᾿ ἄγε κεῖσ᾿ ἀέκοντα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾿ ,, Εδώ παράτα με, αρχοντόθρεφτε, κει πέρα μη με σέρνεις
αὐτοῦ. αθέλητα μου᾿ ουτ᾿ ένα σύντροφο πια δε γυρίζεις πίσω,
οἶδα γάρ, ὡς οὔτ᾿ αὐτὸς ἐλεύσεαι οὔτε τιν᾿ ἄλλον κι ατός σου δε γυρνάς· μα ας φύγουμε καν με τους άλλους τούτους
ἄξεις σῶν ἑτάρων. ἀλλὰ ξὺν τοίσδεσι θᾶσσον το γρηγορότερο᾿ γλιτώνουμε την κακιάν ώρα ακόμα!"
φεύγωμεν: ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸν ἦμαρ.’
270 «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
προσέειπον: ,, Εσύ να μείνεις τώρα, Ευρύλοχε, σε τούτο το ακρογιάλι
Εὐρύλοχ᾿, ἦ τοι μὲν σὺ μέν᾿ αὐτοῦ τῷδ᾿ ἐνὶ χώρῳ τρώγοντας, πίνοντας, στο μαύρο μας βαθύ καράβι δίπλα'
ἔσθων καὶ πίνων κοίλῃ παρὰ νηὶ μελαίνῃ: όμως εγώ θα πάω, δε γίνεται· βαριά με σφίγγει ανάγκη.
αὐτὰρ ἐγὼν εἶμι, κρατερὴ δέ μοι ἔπλετ᾿ ἀνάγκη.’ Είπα, κι αφήκα πλοίο κι ακρόγιαλο και πήρα ν᾿ ανεβαίνω'
«ὣς εἰπὼν παρὰ νηὸς ἀνήιον ἠδὲ θαλάσσης.
275 ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἄρ᾿ ἔμελλον ἰὼν ἱερὰς ἀνὰ βήσσας μα ως το λαγκάδι το άγιο εδιάβηκα και κόντευα να φτάσω
Κίρκης ἵξεσθαι πολυφαρμάκου ἐς μέγα δῶμα, στης Κίρκης πια το αρχοντοπάλατο της πολυφαρμακούσας,
ἔνθα μοι Ἑρμείας χρυσόρραπις ἀντεβόλησεν εκεί μου απάντηξε ο χρυσόραβδος Ερμής, καθώς στο σπίτι
ἐρχομένῳ πρὸς δῶμα, νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, σίμωνα πια, κι έμοιαζε νιούτσικο θνητό, τα μαγουλά του
πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη: μόλις που χνούδισαν, κι η νιότη του στην πιο γλυκιά της ώρα.
280 ἔν τ᾿ ἄρα μοι φῦ χειρί, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε: Το χέρι μου 'σφιξε, μου μίλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
«‘πῇ δὴ αὖτ᾿, ὦ δύστηνε, δι᾿ ἄκριας ἔρχεαι οἶος, ,, Για που τραβάς ξανά, βαριόμοιρε, στ᾿ ακρόβουνα μονάχος,
χώρου ἄιδρις ἐών; ἕταροι δέ τοι οἵδ᾿ ἐνὶ Κίρκης του τόπου ακάτεχος; Οι επίλοιποι σύντροφοι σου στης Κίρκης
ἔρχαται ὥς τε σύες πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες. ως χοίροι κλειδωμένοι βρίσκουνται σε στεριές μάντρες μέσα.
ἦ τοὺς λυσόμενος δεῦρ᾿ ἔρχεαι; οὐδέ σέ φημι Να τους γλιτώσεις μήπως έρχεσαι; Κι ατός σου δε διαγέρνεις
285 αὐτὸν νοστήσειν, μενέεις δὲ σύ γ᾿, ἔνθα περ ἄλλοι. ξοπίσω λέω᾿ σε λίγο συντροφιά θα κάνεις με τους άλλους!
ἀλλ᾿ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω. Ωστόσο θέλω από τα βάσανα να σε γλιτώσω τούτα.
τῆ, τόδε φάρμακον ἐσθλὸν ἔχων ἐς δώματα Κίρκης Να πάρε αυτό το καλοβότανο και κράτα το, στης Κίρκης
ἔρχευ, ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ. σα μπεις, να σκέπει το κεφάλι σου, κακηώρα να μη σε 'βρει.
πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης. Τις πονηριές της Κίρκης άκουσε μιαν άκρη ως άλλη τώρα:
290 τεύξει τοι κυκεῶ, βαλέει δ᾿ ἐν φάρμακα σίτῳ. Πιοτό θα σου ετοιμάσει, βάζοντας κακά βοτάνια μέσα,
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται: οὐ γὰρ ἐάσει μα κι έτσι εσένα δε θα πιάσουνε τα μάγια, δε θ᾿ αφήσει
φάρμακον ἐσθλόν, ὅ τοι δώσω, ἐρέω δὲ ἕκαστα. το καλοβότανο που σου 'δωκα᾿ να σου τα πω όμως όλα:
ὁππότε κεν Κίρκη σ᾿ ἐλάσῃ περιμήκεϊ ῥάβδῳ, Μόλις η Κίρκη πάρει το μακρύ ραβδί της και σε κρούσει,