Page 125 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 125

124




               335  εὐνῇ καὶ φιλότητι πεποίθομεν ἀλλήλοισιν.’   ο ένας του άλλου για να κερδίσουμε την πάσα εμπιστοσύνη.
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος   Σαν είπε τούτα, εγώ γυρίζοντας απηλογιά της δίνω:
                    προσέειπον:                           ,, Κίρκη, πως θέλεις καλοπρόθετος εγώ μαζί σου να 'μαι,
                    ‘ὦ Κίρκη, πῶς γάρ με κέλεαι σοὶ ἤπιον εἶναι,   που τους συντρόφους μου κατάντησες γουρούνια στην αυλή σου,
                    ἥ μοι σῦς μὲν ἔθηκας ἐνὶ μεγάροισιν ἑταίρους,   και μένα με κρατάς και κλώθοντας κακά στο νου σου θέλεις
                    αὐτὸν δ᾿ ἐνθάδ᾿ ἔχουσα δολοφρονέουσα κελεύεις

               340  ἐς θάλαμόν τ᾿ ἰέναι καὶ σῆς ἐπιβήμεναι εὐνῆς,   ν᾿ ανέβω τώρα στο κλινάρι σου, στην κάμαρα σου να 'μπω,
                    ὄφρα με γυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃς.   κι ως γυμνωθώ, κι αντρεία και δύναμη να χάσω απ᾿ τις γητειές σου;
                    οὐδ᾿ ἂν ἐγώ γ᾿ ἐθέλοιμι τεῆς ἐπιβήμεναι εὐνῆς,   Μα εγώ δε θ᾿ ανεβώ στην κλίνη σου ποτέ με θέλημα μου'
                    εἰ μή μοι τλαίης γε, θεά, μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι   εξόν, θεά, κι αν το αποφάσιζες τρανό ν᾿ αμώσεις όρκο,
                    μή τί μοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο.’    πως δε θα βάλεις άλλο τίποτε στο νου κακό για μένα."

               345  ὣ«ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾿ αὐτίκ᾿ ἀπώμνυεν, ὡς ἐκέλευον.  Είπα, κι αυτή, καθώς της γύρευα, μεμιάς τον όρκο δίνει·
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,   κι εγώ πια τότε, ως είδα κι άμωσε και τέλεψε τον όρκο,
                    καὶ τότ᾿ ἐγὼ Κίρκης ἐπέβην περικαλλέος εὐνῆς.   στο πάγκαλο κλινάρι ανέβηκα της Κίρκης δίχως φόβο.
                    «ἀμφίπολοι δ᾿ ἄρα τέως μὲν ἐνὶ μεγάροισι πένοντο   Την ώρα τούτη βάγιες τέσσερεις συγύριζαν το σπίτι'
                    τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι:   τις είχε η Κίρκη στο παλάτι της να κάνουν τις δουλειές της,

               350  γίγνονται δ᾿ ἄρα ταί γ᾿ ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾿   όλες ξανθιές, από ανεβάλλουσες και δάση γεννημένες
                    ἀλσέων                                κι από ποτάμια αγνά, στις θάλασσες που τρέχουν τα νερά τους.
                    ἔκ θ᾿ ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾿ εἰς ἅλαδε προρέουσι.   Και πήρε η μια τους τώρα κι έστρωνε πα στα θρονιά φλοκάτες,
                    τάων ἡ μὲν ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ   πανώριες, πορφυρές και κάτωθε λινόφαντα σεντόνια'
                    πορφύρεα καθύπερθ᾿, ὑπένερθε δὲ λῖθ᾿   τις τάβλες γνοιάζουνταν η δεύτερη μπρος στα θρονιά να στήσει,
                    ὑπέβαλλεν:
                    ἡ δ᾿ ἑτέρη προπάροιθε θρόνων ἐτίταινε τραπέζας

               355  ἀργυρέας, ἐπὶ δέ σφι τίθει χρύσεια κάνεια:   από καθάριο ασήμι, κι έβαζε χρυσά κανίστρια πάνω᾿
                    ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα   η τρίτη τους κρασί μελόγλυκο συγκέρναε σε ασημένιο
                    ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ, νέμε δὲ χρύσεια κύπελλα:   κροντήρι, και ποτήρια μοίραζε μαλαματένια γύρω'
                    ἡ δὲ τετάρτη ὕδωρ ἐφόρει καὶ πῦρ ἀνέκαιε   η τέταρτη νερό κουβάλησε, και κάτω από τριπόδι
                    πολλὸν ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ: ἰαίνετο δ᾿ ὕδωρ.   τρανό φωτιά μεγάλη εκόρωσε. Σε λίγην ώρα επήρε

               360  αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ,   να χλιαίνει το νερό᾿ σαν έβρασε στο αστραφτερό μπακίρι,
                    ἔς ῥ᾿ ἀσάμινθον ἕσασα λό᾿ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο,   με κρύο γλυκά μου το συγκέρασε και στο λουτρό με βάζει·
                    θυμῆρες κεράσασα, κατὰ κρατός τε καὶ ὤμων,   κι απ᾿ το τρανό τριπόδι παίρνοντας, από κεφάλι κι ώμους
                    ὄφρα μοι ἐκ κάματον θυμοφθόρον εἵλετο γυίων.   με περεχούσεν, ως που ο κάματος αφήκε το κορμί μου.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾿ ἐλαίῳ,   Κι ως πια με απόλουσε και με άλειψε με μυρωμένο λάδι,

               365  ἀμφὶ δέ με χλαῖναν καλὴν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,   όμορφη πέρασε στους ώμους μου χλαμύδα και χιτώνα
                    εἷσε δέ μ᾿ εἰσαγαγοῦσα ἐπὶ θρόνου ἀργυροήλου   και μ᾿ έφερε σε ασημοκάρφωτο θρονί για να καθίσω,
                    καλοῦ δαιδαλέου, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν:   πανώριο, ξομπλιαστό, με κάτωθε προσκάμνι για τα πόδια.
                    χέρνιβα δ᾿ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα   Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
                    καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,   χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,

               370  νίψασθαι: παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.   για να πλυθώ, κι ομπρός μας έστησε στραφταλιστό τραπέζι.
                    σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,   Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα μας κουβαλάει, και πλήθος
                    εἴδατα πόλλ᾿ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.   φαγιά απιθώνει, απ᾿ ό,τι βρέθηκε καλό να μας φιλέψει.
                    ἐσθέμεναι δ᾿ ἐκέλευεν: ἐμῷ δ᾿ οὐχ ἥνδανε θυμῷ,   Τελειώνοντας, να φάω με κάλεσε, μα εγώ καρδιά δεν είχα᾿
                    ἀλλ᾿ ἥμην ἀλλοφρονέων, κακὰ δ᾿ ὄσσετο θυμός.   με άλλου το νου καθόμουν κι έτρεμα κακό μην έρθει κι άλλο.

               375  «Κίρκη δ᾿ ὡς ἐνόησεν ἔμ᾿ ἥμενον οὐδ᾿ ἐπὶ σίτῳ   Κι η Κίρκη, ως μ᾿ ένιωσε να κάθουμαι χωρίς ν᾿ απλώνω χέρι
                    χεῖρας ἰάλλοντα, κρατερὸν δέ με πένθος ἔχοντα,   στα φαγητά, μονάχα ασήκωτη να με πλακώνει θλίψη,
   120   121   122   123   124   125   126   127   128   129   130