Page 126 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 126

125




                    ἄγχι παρισταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   ήρθε κοντά μου κι άνεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
                    « ‘τίφθ᾿ οὕτως, Ὀδυσεῦ, κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζεαι ἶσος   ,, Πες μου, Οδυσσέα, πως έτσι κάθεσαι, μουγγός λες κι είσαι; κάτι
                    ἀναύδῳ,                               σου τρώει τα σωθικά᾿ δεν άγγιξες φαγί, κρασί καθόλου.
                    θυμὸν ἔδων, βρώμης δ᾿ οὐχ ἅπτεαι οὐδὲ ποτῆτος;

               380  ἦ τινά που δόλον ἄλλον ὀίεαι: οὐδέ τί σε χρὴ   Μην κάποιον άλλο δόλο σκιάζεσαι; Πια τώρα δεν ταιριάζει
                    δειδίμεν: ἤδη γάρ τοι ἀπώμοσα καρτερὸν ὅρκον.’   να 'χεις το φόβο μου, τι αμάλαγο πιο πριν μου πήρες όρκο.
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος   Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά της δίνω:
                    προσέειπον:                           ,, Κίρκη, για πες, ποιανού που ακούγεται σωστός και δίκιος άντρας
                    ‘ὦ Κίρκη, τίς γάρ κεν ἀνήρ, ὃς ἐναίσιμος εἴη,   του λέει ποτέ η καρδιά στο στόμα του φαγί, κρασί να βάλει,
                    πρὶν τλαίη πάσσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος,

               385  πρὶν λύσασθ᾿ ἑτάρους καὶ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι;   πριχού λυτρώσει τους συντρόφους του και τους ιδεί μπροστά του;
                    ἀλλ᾿ εἰ δὴ πρόφρασσα πιεῖν φαγέμεν τε κελεύεις,   Όμως αν τώρα αλήθεια από καρδιάς να πιώ, να φάω με σπρώχνεις,
                    λῦσον, ἵν᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω ἐρίηρας ἑταίρους.’    για λύτρωσε τους, με τα μάτια μου να ιδώ τους συντρόφους μου.»
                    «ὣς ἐφάμην, Κίρκη δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει   Σαν είπα τούτα, η Κίρκη εκίνησε, περνώντας το παλάτι,
                    ῥάβδον ἔχουσ᾿ ἐν χειρί, θύρας δ᾿ ἀνέῳξε συφειοῦ,   με το ραβδί στο χέρι, κι άνοιξε τη χοιρομάντρα, κι όξω

               390  ἐκ δ᾿ ἔλασεν σιάλοισιν ἐοικότας ἐννεώροισιν.   τους έβγαζε, και μοιάζαν όλοι τους μ᾿ εννιά χρονώ θρεφτάρια.
                    οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἔστησαν ἐναντίοι, ἡ δὲ δι᾿ αὐτῶν   Κι αντικριστά καθώς εστάθηκαν, εκείνη, αναμεσό τους
                    ἐρχομένη προσάλειφεν ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο.   περνώντας, τον καθέναν άλειβε με μπάλσαμο καινούργιο'
                    τῶν δ᾿ ἐκ μὲν μελέων τρίχες ἔρρεον, ἃς πρὶν ἔφυσε  κι οι τρίχες πέφταν από πάνω τους, που απ᾿ το καταραμένο
                    φάρμακον οὐλόμενον, τό σφιν πόρε πότνια Κίρκη:   της τρανής Κίρκης μαγιοβότανο τους είχαν ξεφυτρώσει.

               395  ἄνδρες δ᾿ ἂψ ἐγένοντο νεώτεροι ἢ πάρος ἦσαν,   Και πήραν όψη πάλι ανθρώπινη κι ομπρός σου τους θωρούσες
                    καὶ πολὺ καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι.   πιο νιους και πιο τρανούς και πιο όμορφους που, παρ᾿ ό,τι πρώτα.
                    ἔγνωσαν δέ μ᾿ ἐκεῖνοι ἔφυν τ᾿ ἐν χερσὶν ἕκαστος.   Κι ευτύς με γνώρισαν και μου 'σφιγγαν το χέρι, κι ως του θρήνου
                    πᾶσιν δ᾿ ἱμερόεις ὑπέδυ γόος, ἀμφὶ δὲ δῶμα   μας έπνιξε ο καημός, ολόγυρα το σπίτι αντιλαλούσε
                    σμερδαλέον κονάβιζε: θεὰ δ᾿ ἐλέαιρε καὶ αὐτή.   βαριά απ᾿ τους βόγγους, τόσο, που 'νιωσε κι η ίδια η θεά συμπόνια.

               400  «ἡ δέ μευ ἄγχι στᾶσα προσηύδα δῖα θεάων:   Κι ήρθε η θεά η τρανή και στάθηκε κοντά μου τότε κι είπε:
                    ‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
                    ἔρχεο νῦν ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.   τρέχα στο γρήγορο πλεούμενο και στο ακρογιάλι τώρα,
                    νῆα μὲν ἂρ πάμπρωτον ἐρύσσατε ἤπειρόνδε,   και πρώτα απ᾿ όλα το καράβι σας όξω να βγει τραβάτε,
                    κτήματα δ᾿ ἐν σπήεσσι πελάσσατε ὅπλα τε πάντα:   μετά το βιος και τ᾿ άλλα σύνεργα σε σπήλια χωστέ μέσα,

               405  αὐτὸς δ᾿ ἂψ ἰέναι καὶ ἄγειν ἐρίηρας ἑταίρους.’   κι έτσι γοργά με τους συντρόφους σου τους μπιστεμένους γύρνα.»
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμοί γ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς   Είπε, και σύγκλινε στα λόγια της η πέρφανη καρδιά μου'
                    ἀγήνωρ,                               και στο γοργό μας πλοίο σαν έφτασα και στο ακρογιάλι κάτω,
                    βῆν δ᾿ ἰέναι ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης.   βρήκα στο γρήγορο καράβι μας τους γκαρδιακούς συντρόφους
                    εὗρον ἔπειτ᾿ ἐπὶ νηὶ θοῇ ἐρίηρας ἑταίρους   να 'χουν για μας στημένο σύθρηνο, να πλημμυρούν στο κλάμα.
                    οἴκτρ᾿ ὀλοφυρομένους, θαλερὸν κατὰ δάκρυ
                    χέοντας.

               410  ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας,   Απ᾿ τη βοσκή ως γυρνούν στη μάντρα τους κοπαδιαστά οι γελάδες
                    ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται,   χορτάτες, πως χιμούν ολόγυρα, να τις καλωσορίσουν
                    πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι: οὐδ᾿ ἔτι σηκοὶ   χοροπηδώντας τα μοσκάρια τους, και μέσα δεν κρατιούνται
                    ἴσχουσ᾿, ἀλλ᾿ ἁδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι:   στο βοϊδομάντρι, μόνο αδιάκοπα μουγκρίζουν τριγυρνώντας
                    μητέρας: ὣς ἔμ᾿ ἐκεῖνοι ἐπεὶ ἴδον ὀφθαλμοῖσι,   τις μάνες τους· παρόμοια βλέποντας και μένα εκείνοι ομπρός τους,

               415  δακρυόεντες ἔχυντο: δόκησε δ᾿ ἄρα σφίσι θυμὸς   χύθηκαν πάνω μου με κλάματα, και τους φαινόταν ίδιο
                    ὣς ἔμεν, ὡς εἰ πατρίδ᾿ ἱκοίατο καὶ πόλιν αὐτὴν   στην πατρική τους γη ως να γύρισαν και στης τραχιάς Ιθάκης
                    τρηχείης Ἰθάκης, ἵνα τ᾿ ἔτραφεν ἠδ᾿ ἐγένοντο.   το κάστρο, εκεί που πρωταντίκρισαν το φως κι αναστηθήκαν
   121   122   123   124   125   126   127   128   129   130   131