Page 129 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 129
128
505 μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηὶ μελέσθω, μην το γνοιαστείς αν στο πλεούμενο σου λείψει ο κυβερνήτης!
ἱστὸν δὲ στήσας, ἀνά θ᾿ ἱστία λευκὰ πετάσσας Μον᾿ στήσε το κατάρτι κι άπλωσε τ᾿ άσπρα πανιά και κάθου,
ἧσθαι: τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ Βορέαο φέρῃσιν. κι εκείνο απ᾿ του Βοριά το φύσημα μονάχο θ᾿ αρμενίζει.
ἀλλ᾿ ὁπότ᾿ ἂν δὴ νηὶ δι᾿ Ὠκεανοῖο περήσῃς, Μα σύντας πια με το καράβι σου τον Ωκεανό περάσεις,
ἔνθ᾿ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης, στη χέρσα ακρογιαλιά το πάναγνο της Περσεφόνης δάσο
510 μακραί τ᾿ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, θα βρεις, γεμάτο λεύκες τρίψηλες κι ιτιές καρπορημάχτρες.
νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾿ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ, Και σαν αράξεις το καράβι σου στο βαθιορεματάρη
αὐτὸς δ᾿ εἰς Ἀίδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα. τον Ωκεανό, στόν Άδη κίνησε να πας το μουχλιασμένο.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσιν Χύνουνται εκεί ο Πυριφλεγέθοντας κι ο Κωκυτός, που βγαίνει
Κώκυτός θ᾿, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ, από τη Στύγα, στον Αχέροντα᾿ τα δυο ποτάμια σμίγουν
515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων: λίγο πιο πάνω τα βροντόλαλα᾿ στη μέση κι ένας βράχος.
ἔνθα δ᾿ ἔπειθ᾿, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε Κει πέρα φτάνοντας, αντρόκαρδε, καθώς σου ορίζω τώρα,
κελεύω, λάκκο ως μια πήχη πάρε κι άνοιξε του μάκρους και του φάρδους,
βόθρον ὀρύξαι, ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα, και πρόσφερε χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους'
ἀμφ᾿ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσιν, πρώτα μελόγαλα και δεύτερα κρασί γλυκό να χύσεις,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέι οἴνῳ,
520 τὸ τρίτον αὖθ᾿ ὕδατι: ἐπὶ δ᾿ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν. νερό στο τέλος, και πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω.
πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Και κάνε στων νεκρών παράκληση τ᾿ ανέψυχα κεφάλια,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη, και τάξε, στην Ιθάκη φτάνοντας την πιο τρανή σου στέρφα
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾿ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν, γελάδα να τους σφάξεις, καιγοντας μαζί περίσσια δώρα.
Τειρεσίῃ δ᾿ ἀπάνευθεν ὄιν ἱερευσέμεν οἴῳ Του Τειρεσία να τάξεις ξέχωρα κριγιό, γι᾿ αυτόν μονάχα,
525 παμμέλαν᾿, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν. μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά σου μέσα.
αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν, Κι ως στων νεκρών των πολυδόξαστων δεηθείς τα πλήθη πρώτα,
ἔνθ᾿ ὄιν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν μια προβατίνα σφάξε ολόμαυρη κι έναν κριγιό, στα σκότη
εἰς Ἔρεβος στρέψας, αὐτὸς δ᾿ ἀπονόσφι τραπέσθαι γυρνώντας τα᾿ μα εσύ τα μάτια σου πέρα μεριά να στρέψεις,
ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων: ἔνθα δὲ πολλαὶ στου ποταμού μαθές τα ρέματα· σε λίγο θ᾿ αντικρίσεις
530 ψυχαὶ ἐλεύσονται νεκύων κατατεθνηώτων. πλήθος ψυχές νεκρών που εχάθηκαν να φτάνουν μαζεμένες.
δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι Πρόσταξε τότε τους συντρόφους σου να γδάρουν τα σφαγάρια,
μῆλα, τὰ δὴ κατάκειτ᾿ ἐσφαγμένα νηλέι χαλκῷ, που θα κοιτώνται απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν, και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν,
ἰφθίμῳ τ᾿ Ἀίδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ: στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη.
535 Και συ καθούμενος ανάσυρε το κοφτερό απ᾿ τη μέση
αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
σπαθί, και των νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια μην αφήνεις᾿
ἧσθαι, μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση σου δώσει ο Τειρεσίας.
αἵματος ἆσσον ἴμεν, πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
Σε μια στιγμή το μάντη να 'ρχεται, ρηγάρχη, θ᾿ αντικρίσεις,
ἔνθα τοι αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται, ὄρχαμε λαῶν,
που θα σου πει ποιος θα 'ναι ο δρόμος σου, της στράτας σου το
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
μάκρος,
540 νόστον θ᾿, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.’ και πως τα ψαροθρόφα πέλαγα περνώντας θα διαγείρεις.»
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς. Τέτοια τη νύχτα εκείνη μου 'λεγε, κι ως πρόβαλε σε λίγο
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν: η Αυγή η χρυσόθρονη, μου φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα,
αὐτὴ δ᾿ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη, κι ατή της η ξωθιά χιονόθωρο μακρύ μαντί φορούσε,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾿ ἰξυῖ ψιλό, χαριτωμένο, κι έβαλε στη μέση της ζωνάρι
545 καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾿ ἐπέθηκε καλύπτρην. ώριο, χρυσό, και στο κεφάλι της απάνω μια μαντίλα.
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ δώματ᾿ ἰὼν ὤτρυνον ἑταίρους Κι εγώ τις κάμαρες διαβαίνοντας τους συντρόφους μου σμίγω,
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον: και με γλυκόλογα τους γκάρδιωνα μιλώντας σ᾿ έναν έναν: