Page 130 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 130
129
«‘μηκέτι νῦν εὕδοντες ἀωτεῖτε γλυκὺν ὕπνον, ,, πια μην κοιμάστε στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο,
ἀλλ᾿ ἴομεν: δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη.’ κι η σεβαστή θεά μου αρμήνεψε το δρόμο — μόνο πάμε!"
550 «ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ. Έτσι τους μίλησα κι η πέρφανη καρδιά τους τ᾿ αποδέχτη.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾿ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους. Μήτε και δώθε πήρα ανέβλαβους τους συντρόφους μου ωστόσο'
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην κάποιος Ελπήνορας, πιο νιούτσικος απ᾿ όλους, που μεγάλη
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς: δεν είχε δείξει αντρεία στον πόλεμο κι ουδ έκοβεν ο νους του,
ὅς μοι ἄνευθ᾿ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης, τούτος δροσιά ζητώντας, τράβηξε, βαρύς απ᾿ το μεθύσι,
555 να ξαπλωθεί μακριά απ᾿ τους συντρόφους ψηλά στο ανώι της
ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων. Κίρκης.
κινυμένων δ᾿ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας Ξάφνου, ως έφευγαν οι άλλοι, αγρίκησε φωνές και ποδολάτι,
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν κι ορθός πετάχτη᾿ μα λησμόνησε στου νου την παραζάλη
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν, την αψηλήν οπούθε ανέβηκε να κατεβεί τη σκάλα,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν: ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
κι απ᾿ τη σκεπή γραμμή γκρεμίστηκε, κι ως βγήκε απ᾿ τα σφοντύλια
560 ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾿ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν. κι έσπασε ο σβέρκος του, κατέβηκε στον Άδη κι η ψυχή του.
«ἐρχομένοισι δὲ τοῖσιν ἐγὼ μετὰ μῦθον ἔειπον: Κι ως μαζεύτηκαν οι άλλοι, εκίνησα τα λόγια και τους είπα:
‘φάσθε νύ που οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν ,, θα λέτε τώρα για τα σπίτια μας, τη γη την πατρική μας
ἔρχεσθ': ἄλλην δ᾿ ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη, κινάμε᾿ ωστόσο μας αρμήνεψε μιαν άλλη στράτα η Κίρκη,
εἰς Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια,
565 ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο.’ χρησμό από την ψυχή να πάρουμε του Τειρεσία του μάντη.»
«ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, Αυτά είπα, κι εκείνων εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
ἑζόμενοι δὲ κατ᾿ αὖθι γόων τίλλοντό τε χαίτας: και κάθισαν στη γη και γόζουνταν, τραβώντας τα μαλλιά τους,
ἀλλ᾿ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν. μα δίχως όφελος — τι κέρδιζαν αλήθεια από τους θρήνους;
«ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης Κι ως για το ακρόγιαλο κινούσαμε και το γοργό καράβι
570 ᾔομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες, βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα,
τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ οἰχομένη Κίρκη παρὰ νηὶ μελαίνῃ έτρεξε η Κίρκη προσπερνώντας μας, και δίπλα στο άρμενο μας
ἀρνειὸν κατέδησεν ὄιν θῆλύν τε μέλαιναν, έδεσε, δίχως να τη νιώσουμε, τη μαύρη προβατίνα
ῥεῖα παρεξελθοῦσα: τίς ἂν θεὸν οὐκ ἐθέλοντα και τον κριγιό. Θνητός ποιος δύνεται να ιδεί θεό να φτάνει,
ὀφθαλμοῖσιν ἴδοιτ᾿ ἢ ἔνθ᾿ ἢ ἔνθα κιόντα; για και να φεύγει, με τα μάτια του, χωρίς να θέλει εκείνος;