Page 120 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 120

119




               125  ὄφρ᾿ οἱ τοὺς ὄλεκον λιμένος πολυβενθέος ἐντός,   Κι εγώ, την ώρα που τους σκότωναν μες στο βαθύ λιμιώνα,
                    τόφρα δ᾿ ἐγὼ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ   το κοφτερό σπαθί ανασέρνοντας πλάι στο μερί μου, κόβω
                    τῷ ἀπὸ πείσματ᾿ ἔκοψα νεὸς κυανοπρῴροιο.   απ᾿ το δικό μου γαλαζόπλωρο καράβι τις πρυμάτσες,
                    αἶψα δ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα   και δίχως άργητα τους συντρόφους προστάζω να ριχτούνε
                    ἐμβαλέειν κώπῃς, ἵν᾿ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν:   στα κουπιά πάνω, αν θα γλιτώναμε το χαλασμό᾿ κι εκείνοι,

               130  οἱ δ᾿ ἅλα πάντες ἀνέρριψαν, δείσαντες ὄλεθρον.   απ᾿ του χαμού το φόβο, ετίναζαν ψηλά τη θαλασσάρμη.
                    ἀσπασίως δ᾿ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας   Καλότυχο το πλοίο μου ξέφυγε τα κρεμασμένα βράχια
                    νηῦς ἐμή: αὐτὰρ αἱ ἄλλαι ἀολλέες αὐτόθ᾿ ὄλοντο.    κι ανοίχτηκε, μα τ᾿ αποδέλοιπα μαζί εχαθήκαν όλα.
                    «ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ,   Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα,
                    ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.   εμείς γλιτώνοντας το θάνατο, χωρίς τους συντρόφους μας.

               135  Αἰαίην δ᾿ ἐς νῆσον ἀφικόμεθ': ἔνθα δ᾿ ἔναιε   Σ᾿ ένα νησί κατόπι εφτάσαμε, την Αία᾿ κει πέρα η Κίρκη
                    Κίρκη ἐυπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα,   ζούσε, θεά τρανή, ωριοπλέξουδη και με ανθρωπίσιο λάλο,
                    αὐτοκασιγνήτη ὀλοόφρονος Αἰήταο:      η ομόσπλαχνη αδερφή του πίβουλου του Αιήτη, τι κι οι δυο τους
                    ἄμφω δ᾿ ἐκγεγάτην φαεσιμβρότου Ἠελίοιο   την Πέρση κάτεχαν για μάνα τους, του Ωκεανού την κόρη,
                    μητρός τ᾿ ἐκ Πέρσης, τὴν Ὠκεανὸς τέκε παῖδα.   κι είχαν τόν Ήλιο κύρη, στους θνητούς που διασκορπάει το φως του.

               140  ἔνθα δ᾿ ἐπ᾿ ἀκτῆς νηὶ κατηγαγόμεσθα σιωπῇ   Χωρίς φωνές κει πέρα αράξαμε το πλοίο μας στ᾿ ακρογιάλι,
                    ναύλοχον ἐς λιμένα, καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν.   σε κόρφο σίγουρο᾿ μας έδειχνε κάποιος θεός το δρόμο.
                    ἔνθα τότ᾿ ἐκβάντες δύο τ᾿ ἤματα καὶ δύο νύκτας   Κι ως όξω βγήκαμε, πλαγιάζαμε δυο μέρες και δυο νύχτες
                    κείμεθ᾿ ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες.   κι από την έγνοια και τον κάματο μας σπάραζαν τα σπλάχνα.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐυπλόκαμος τέλεσ᾿ Ἠώς,   Μα ως ήρθε η τρίτη κι η ωριοπλέξουδη πρόβαλε Αυγή στην πλάση,

               145  καὶ τότ᾿ ἐγὼν ἐμὸν ἔγχος ἑλὼν καὶ φάσγανον ὀξὺ   το κοφτερό σπαθί μου αρπάζοντας και το κοντάρι, αφήνω
                    καρπαλίμως παρὰ νηὸς ἀνήιον ἐς περιωπήν,   το άρμενο πίσω μου, σε ξάγναντο γοργά ν᾿ ανέβω απάνω,
                    εἴ πως ἔργα ἴδοιμι βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην.   γη δουλεμένη μην αντίκριζα, φωνή μην άκουα κάποια.
                    ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών,   Κι ως στάθηκα σε βίγλα απόγκρεμη ψηλά, για ν᾿ αγναντέψω,
                    καί μοι ἐείσατο καπνὸς ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης,   σαν να μου φάνη απ᾿ την πλατύδρομη τη γη καπνός να βγαίνει,

               150  Κίρκης ἐν μεγάροισι, διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην.   στης Κίρκης το παλάτι, ανάμεσα σε δάση και ρουμάνια.
                    μερμήριξα δ᾿ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν   Κι ως είδα τον καπνό το διάφωτο, για μια στιγμή στα φρένα
                    ἐλθεῖν ἠδὲ πυθέσθαι, ἐπεὶ ἴδον αἴθοπα καπνόν.   και στην ψυχή μου διαλογίστηκα να πάω να μάθω ατός μου᾿
                    ὧδε δέ μοι φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,   κι αυτό μου εικάστη, ως διαλογιζόμουν, το πιο σωστό: να τρέξω
                    πρῶτ᾿ ἐλθόντ᾿ ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης   πιο πρώτα στο γοργό πλεούμενο και στο γιαλό, να δώσω

               155  δεῖπνον ἑταίροισιν δόμεναι προέμεν τε πυθέσθαι.   να φάνε οι σύντροφοι, κι αργότερα να στείλω και να μάθω.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης,   Ζύγωνα πια στο δρεπανόγυρτο πλεούμενο μας· ξάφνου
                    καὶ τότε τίς με θεῶν ὀλοφύρατο μοῦνον ἐόντα,   κάποιος θεός, που με σπλαχνίστηκε στην τόσην ερημιά μου,
                    ὅς ῥά μοι ὑψίκερων ἔλαφον μέγαν εἰς ὁδὸν αὐτὴν   πάνω στο δρόμο αψηλοκέρατο, τρανό μου στέλνει αλάφι.
                    ἧκεν. ὁ μὲν ποταμόνδε κατήιεν ἐκ νομοῦ ὕλης   Η πύρα του ήλιου το βασάνιζε, κι ως είχε πια βοσκήσει
               160  πιόμενος: δὴ γάρ μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο.   στο δάσο μέσα, κατηφόριζε να πιεί νερό στο ρέμα.
                    τὸν δ᾿ ἐγὼ ἐκβαίνοντα κατ᾿ ἄκνηστιν μέσα νῶτα   Κι ως πρόβαινε, στο ραχοκόκαλο, μεσοπλατίς, χτυπώντας'
                    πλῆξα: τὸ δ᾿ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε,   το βρήκα, κι απ᾿ την άλλη εδιάβηκε το χάλκινο κοντάρι'
                    κὰδ δ᾿ ἔπεσ᾿ ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ᾿ ἔπτατο   στη σκόνη βογγόντας σωριάστηκε και πέταξε η ψυχή του.
                    θυμός.                                Κι έσυρα εγώ, πατώντας πάνω του, το χάλκινο κοντάρι
                    τῷ δ᾿ ἐγὼ ἐμβαίνων δόρυ χάλκεον ἐξ ὠτειλῆς

               165  εἰρυσάμην: τὸ μὲν αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ   απ᾿ την πληγή, και το παράτησα στο χώμα πλαγιασμένο.
                    εἴασ': αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε,   Μετά κλαδιά με βιάση ανάσπασα και λυγαριάς κλωνάρια,
                    πεῖσμα δ᾿, ὅσον τ᾿ ὄργυιαν, ἐυστρεφὲς   κι ως τα 'πλεξα σκοινί, καλόστριφτο κι από τις δυο τις άκρες,
                    ἀμφοτέρωθεν                           ως μιαν οργιά, τα πόδια του αγριμιού του φοβερού συδένω,
   115   116   117   118   119   120   121   122   123   124   125