Page 141 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 141

140




               430  κουριδίῳ τεύξασα πόσει φόνον. ἦ τοι ἔφην γε   να δώσει θάνατο στον άντρα της. Κι εγώ που στοχαζόμουν
                    ἀσπάσιος παίδεσσιν ἰδὲ δμώεσσιν ἐμοῖσιν   πως θα γυρίσω καλοπρόσδεχτος από παιδιά και δούλους
                    οἴκαδ᾿ ἐλεύσεσθαι: ἡ δ᾿ ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα   στο σπίτι μου! Μα εκείνη, κλώθοντας κακό στο νου μονάχα,
                    οἷ τε κατ᾿ αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω   ντροπή και απάνω της εσώριασε και στις γυναίκες όλες
                    θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾿ ἐυεργὸς ἔῃσιν.’   για πάντα εδώ κι εμπρός, καλόπραγες κι ας είναι μερικές τους."

               435                                         Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:
                                                           ,, Ωχού μου, αποξαρχής τ᾿ οχτρεύτηκε βαριά του Ατρέα το γένος
                    ‘ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς
                    ἐκπάγλως ἤχθηρε γυναικείας διὰ βουλὰς   ο Δίας ο μακροβίγλης, κι έβαλε μπροστά γυναικείες τέχνες!
                                                           Πόσοι από μας δεν αφανίστηκαν για χάρη της Ελένης,
                    ἐξ ἀρχῆς: Ἑλένης μὲν ἀπωλόμεθ᾿ εἵνεκα πολλοί,   και σένα, αλάργα ως ήσουν, σου 'πλεκε τα βρόχια η
                    σοὶ δὲ Κλυταιμνήστρη δόλον ἤρτυε τηλόθ᾿ ἐόντι.’
                                                           Κλυταιμήστρα!"

               440  «ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ αὐτίκ᾿ ἀμειβόμενος προσέειπε:   Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μου δίνει:
                    ‘τῷ νῦν μή ποτε καὶ σὺ γυναικί περ ἤπιος εἶναι:   ,, Γι᾿ αυτό και συ με τη γυναίκα σου πολύ καλός μην είσαι'
                    μή οἱ μῦθον ἅπαντα πιφαυσκέμεν, ὅν κ᾿ ἐὺ εἰδῇς,   τα πάντα μην της τα μπιστεύεσαι που κρύβεις στο μυαλό σου'
                    ἀλλὰ τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι.   λίγα να ξέρει, τ᾿ αποδέλοιπα κρυφά από κείνη κράτα.
                    ἀλλ᾿ οὐ σοί γ᾿, Ὀδυσεῦ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε   Μα εσύ, Οδυσσέα, από τη γυναίκα σου το θάνατο δε θα 'βρεις-
                    γυναικός:

               445  λίην γὰρ πινυτή τε καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδε   έχει μυαλό περίσσιο η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
                    κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια.   η Πηνελόπη, και στα φρένα της πληθαίνει η δίκια κρίση.
                    ἦ μέν μιν νύμφη γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς   Νιόνυφη ακόμα την αφήκαμε, σα φεύγαμε από κείθε,
                    ἐρχόμενοι πόλεμόνδε: πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ   για να τραβήξουμε στον πόλεμο, κι είχε παιδί στο στήθος
                    νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾿ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ,   μωρό, που στων αντρών τη σύναξη θα κάθεται πια τώρα—
               450  ὄλβιος: ἦ γὰρ τόν γε πατὴρ φίλος ὄψεται ἐλθών,   καλότυχος! Μια μέρα ο κύρης του θα τόνε ιδεί γυρνώντας,
                    καὶ κεῖνος πατέρα προσπτύξεται, ἣ θέμις ἐστίν.   κι εκείνος πάλε τον πατέρα του θ᾿ αγκαλιαστεί, ως ταιριάζει.
                    ἡ δ᾿ ἐμὴ οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι ἄκοιτις   Εμένα μοναχά η γυναίκα μου μηδέ το γιο με αφήκε
                    ὀφθαλμοῖσιν ἔασε: πάρος δέ με πέφνε καὶ αὐτόν.   θωρώντας να χορτάσω᾿ πρόλαβε να με σκοτώσει αμέσως!
                    ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν:   Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα, κι εσύ στο νου σου βαλ᾿ το:

               455   κρύβδην, μηδ᾿ ἀναφανδά, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν   Γυρνώντας στην πατρίδα, κοίταξε κρυφά το πλοίο ν᾿ αράξεις
                    νῆα κατισχέμεναι: ἐπεὶ οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν.   κανείς να μη σε δει, τι εχάθηκε πια η πίστη απ᾿ τις γυναίκες!
                    ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,   Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου,
                    εἴ που ἔτι ζώοντος ἀκούετε παιδὸς ἐμοῖο,   ακόμα ο γιος μου αν κάπου ακούγεται πως ζει᾿ μπορεί στο κάστρο
                    ἤ που ἐν Ὀρχομενῷ ἢ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι,   του Ορχομενού, μπορεί να βρίσκεται στην αμμουδάτη Πύλο,

               460  ἤ που πὰρ Μενελάῳ ἐνὶ Σπάρτῃ εὐρείῃ:   για και στη Σπάρτη την πλατύχωρη, στου Μενελάου το σπίτι᾿
                    οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀρέστης.’   τι ακόμα απά στη γης δεν πέθανεν ο αρχοντικός Ορέστης!»
                    «ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον:   Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά του δίνω:
                    ‘Ἀτρεί̈δη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τι οἶδα,   ,, Υγιέ του Ατρέα, γιατί για πράματα ρωτάς που δεν κατέχω,
                    ζώει ὅ γ᾿ ἦ τέθνηκε: κακὸν δ᾿ ἀνεμώλια βάζειν.’   αν ζει για αν πέθανε; Δε μου 'ρχεται να λέω του ανέμου λόγια."

               465                                         Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας,
                    «νῶι μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν
                                                           βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα.
                    ἕσταμεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες:
                    ἦλθε δ᾿ ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος    Κι ήρθε η ψυχή και μας αντάμωσε του ξακουστού Αχιλλέα,
                                                           Κι ήταν μαζί οι ψυχές του Πάτροκλου και του άψεγου Αντιλόχου,
                    καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο   και του Αίαντα, που όλους και στο ανάριμμα νικούσε και στο
                    Αἴαντός θ᾿, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
                                                           διώμα

               470  τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾿ ἀμύμονα Πηλεί̈ωνα.   τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα.
                    ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο      Κι ως η ψυχή του γοργοπόδαρου με γνώρισε Αχιλλέα,
   136   137   138   139   140   141   142   143   144   145   146