Page 145 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 145

144




                    «τὸν δὲ μετ᾿ εἰσενόησα βίην Ἡρακληείην,   Μπροστά μου κι ο Ηρακλής επρόβαλε — τον ίσκιο του είδα μόνο,
                    εἴδωλον: αὐτὸς δὲ μετ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι   τι ατός που ζει με τους αθάνατους θεούς και ξεφαντώνει᾿
                    τέρπεται ἐν θαλίῃς καὶ ἔχει καλλίσφυρον Ἥβην,   γυναίκα του η Ήβη η λιγναστράγαλη, που η χρυσοσάνταλη Ήρα
                    παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου.   στο Δία τον τρισμεγάλο εγέννησε᾿ μα εδώ, στον Κάτω Κόσμο,

               605  ἀμφὶ δέ μιν κλαγγὴ νεκύων ἦν οἰωνῶν ὥς,   έκραζαν οι νεκροί τρογύρα του σαν τα πουλιά που φεύγουν
                    πάντοσ᾿ ἀτυζομένων: ὁ δ᾿ ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς,   σκιαγμένα δώθε κείθε᾿ κι έστεκε σα μαύρη νύχτα εκείνος,
                    γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀιστόν,   γυμνό κρατώντας το δοξάρι του, στην κόρδα τη σαγίτα,
                    δεινὸν παπταίνων, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς.   με άγριες ματιές τρογύρα, ως να 'θελε κάθε στιγμή να ρίξει'
                    σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτὴρ   και του σπαθιού γύρω απ᾿ τα στήθη του κρεμόταν το λουρίκι,

               610  χρύσεος ἦν τελαμών, ἵνα θέσκελα ἔργα τέτυκτο,   χρυσό κι όλο φοβέρα᾿ απάνω του πλουμίδια, να σαστίζεις:
                    ἄρκτοι τ᾿ ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες,   αρκούδες θώρειες κι αγριογούρουνα και σπιθομάτες λιόντες
                    ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ᾿ ἀνδροκτασίαι τε.   και σκοτωμούς κι αντροπαλέματα και φόνους και πολέμους.
                    μὴ τεχνησάμενος μηδ᾿ ἄλλο τι τεχνήσαιτο,   Τέτοιο λουρίκι με την τέχνη του που είχε ο τεχνίτης φτιάξει,
                    ὃς κεῖνον τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ.   ποτέ ποτέ να μη δοκίμαζε παρόμοιο να πλουμίσει!

               615  ἔγνω δ᾿ αὖτ᾿ ἔμ᾿ ἐκεῖνος, ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν,   Κι εκείνος στη στιγμή με γνώρισε θωρώντας με μπροστά του,
                    καί μ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
                    «‘διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
                    ἆ δείλ᾿, ἦ τινὰ καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις,   ίδια και συ τραβάς, βαριόμοιρε, τρισάθλια μοίρα, βλέπω,
                    ὅν περ ἐγὼν ὀχέεσκον ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο.   σαν που κι εγώ τραβούσα αδιάκοπα κάτω απ᾿ το φως, του γήλιου!

               620  Ζηνὸς μὲν πάϊς ἦα Κρονίονος, αὐτὰρ ὀιζὺν   Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, πατέρας μου, μα πέρασα τυράννια
                    εἶχον ἀπειρεσίην: μάλα γὰρ πολὺ χείρονι φωτὶ   αρίφνητα᾿ σε αφέντη δούλεψα πολύ αχαμνότερο μου,
                    δεδμήμην, ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ᾿ ἀέθλους.   που μόχτους φοβερούς, αβάσταχτους με πρόσταζε να κάνω.
                    καί ποτέ μ᾿ ἐνθάδ᾿ ἔπεμψε κύν᾿ ἄξοντ': οὐ γὰρ ἔτ᾿   Με είχε κι εδώ σταλμένο κάποτε, τον σκύλο να του φέρω,
                    ἄλλον                                  τι μόχτος πιο βαρύς, λογάριαζε, δε γίνεται από τούτον.
                    φράζετο τοῦδέ γέ μοι κρατερώτερον εἶναι ἄεθλον:

               625  τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀίδαο:   Ωστόσο εγώ του τον ανέβασα, τον έβγαλα απ᾿ τον Άδη,
                    Ἑρμείας δέ μ᾿ ἔπεμψεν ἰδὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη.’   τι ήταν ο Ερμής που μου παράστεκε κι η γλαυκομάτα Κόρη.»
                    «ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω,   Σαν είπε τούτα, πίσω εκίνησε, στον Άδη να διαγειρεί'
                    αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, εἴ τις ἔτ᾿ ἔλθοι   μα εγώ κει πέρα αμετασάλευτος καθόμουν, μήπως έρθει
                    ἀνδρῶν ἡρώων, οἳ δὴ τὸ πρόσθεν ὄλοντο.   απ᾿ τους τρανούς ηρώους που εχάθηκαν παλιά κανείς ακόμα.

               630  καί νύ κ᾿ ἔτι προτέρους ἴδον ἀνέρας, οὓς ἔθελόν περ,  Να δω και τους παλιούς, ως ήθελα, μπορούσα, τον Πειρίθο
                    Θησέα Πειρίθοόν τε, θεῶν ἐρικυδέα τέκνα:   και το Θησέα, τους πολυξάκουστους υγιούς των αθανάτων,
                    ἀλλὰ πρὶν ἐπὶ ἔθνε᾿ ἀγείρετο μυρία νεκρῶν   αν ξάφνου δε μονοσυνάζουνταν νεκροί χιλιάδες γύρα
                    ἠχῇ θεσπεσίῃ: ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει,   με άγριον αχό, που εμένα ολόχλωμη περέχυσε τρομάρα,
                    μή μοι Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου   μπας κι απ᾿ τον Άδη κάτω η ρήγισσα μου στείλει Περσεφόνη
               635  ἐξ Ἀίδεω πέμψειεν ἀγαυὴ Περσεφόνεια.   το άγριο παράλλαμα, το ανήμερο κεφάλι της Γοργόνας.
                    «αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ νῆα κιὼν ἐκέλευον ἑταίρους   Τρέχω στο πλοίο, και μόλις έφτασα, προστάζω τους συντρόφους,
                    αὐτούς τ᾿ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.   μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες.
                    οἱ δ᾿ αἶψ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον.   Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα και στα ζυγά καθίσαν.
                    τὴν δὲ κατ᾿ Ὠκεανὸν ποταμὸν φέρε κῦμα ῥόοιο,   Σπρωγμένο απ᾿ τα κουπιά μας τ΄ άρμενο, μετά από πρίμο αγέρι

               640  πρῶτα μὲν εἰρεσίῃ, μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖρος.    καλοδεχούμενο, κατέβαινε του Ωκεανού το ρέμα.
   140   141   142   143   144   145   146   147   148   149   150