Page 157 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 157

156





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ν-



               -    Ἀὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,   Αυτά τους έλεε, κι οι άλλοι αμίλητοι, βουβοί δε βγάζαν άχνα,
               13-   κηληθμῷ δ᾿ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.   σα μαγεμένοι από τα λόγια του, στον ισκιερό αντρωνίτη᾿
                    τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:   κι ο Αλκίνοος τότε απηλογήθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «ὦ Ὀδυσεῦ, ἐπεὶ ἵκευ ἐμὸν ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ,   «Στο χαλκοκάτωφλο μια κι έφτασες παλάτι μου, Οδυσσέα,
               5    ὑψερεφές, τῷ σ᾿ οὔ τι παλιμπλαγχθέντα γ᾿ ὀί̈ω   το αψηλοτάβανο, στον τόπο σου χωρίς να παραδείρεις
                    ἂψ ἀπονοστήσειν, εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας.   λέω θα γυρίσεις πια, κι ας έσυρες πολλά τυράννια ως τώρα.
                    ὑμέων δ᾿ ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω,   Μα σεις οι αρχόντοι, που φλογόμαυρο κρασί για βασιλιάδες
                    ὅσσοι ἐνὶ μεγάροισι γερούσιον αἴθοπα οἶνον   κερνιέστε πάντα στο παλάτι μου, και κάθεστε κι ακούτε
                    αἰεὶ πίνετ᾿ ἐμοῖσιν, ἀκουάζεσθε δ᾿ ἀοιδοῦ.   τον τραγουδάρη, αφουγκραστείτε μου, να πω τους ορισμούς μου:
               10   εἵματα μὲν δὴ ξείνῳ ἐϋξέστῃ ἐνὶ χηλῷ   Στο σκαλιστό σεντούκι βρίσκουνται του ξένου μας τα ρούχα,
                    κεῖται καὶ χρυσὸς πολυδαίδαλος ἄλλα τε πάντα   το καλοδουλεμένο μάλαμα, μαζί τα δώρα τ᾿ άλλα,
                    δῶρ᾿, ὅσα Φαιήκων βουληφόροι ἐνθάδ᾿ ἔνεικαν:   που των Φαιάκων του κουβάλησαν οι πρωτοκεφαλάδες᾿
                    ἀλλ᾿ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα   μα ομπρός, τρανό να του χαρίσουμε τριπόδι και λεβέτι,
                    ἀνδρακάς: ἡμεῖς δ᾿ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον   κάθε άντρας κι ένα, και μαζώνουμε μετά το αντίμεμά τους

               15   τισόμεθ': ἀργαλέον γὰρ ἕνα προικὸς χαρίσασθαι.»   απ᾿ το λαό᾿ βαρύ το χάρισμα να πέσει σ᾿ έναν μόνο!»
                    ὣς ἔφατ᾿ Ἀλκίνοος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιὴνδανε μῦθος.   Αυτά είπε ο Αλκίνοος, κι ως στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν,
                    οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,   για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.
                    ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
                    νῆάδ᾿ ἐπεσσεύοντο, φέρον δ᾿ εὐήνορα χαλκόν.   όλοι με βιάση τον αντρίστικο χαλκό του κουβαλούσαν

               20   καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηχ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,   ως το πλεούμενο. Κι ο αντρόκαρδος Αλκίνοος μπήκε ατός του
                    αὐτὸς ἰὼν διὰ νηὸς ὑπὸ ζυγά, μή τιν᾿ ἑταίρων   και κάτω απ᾿ τα ζυγά τον έστησε του καραβιού, μην τύχει
                    βλάπτοι ἐλαυνόντων, ὁπότε σπερχοίατ᾿ ἐρετμοῖς.   στους κουπολάτες κι είναι αμπόδισμα, καθώς γοργά θα λάμναν
                    οἱ δ᾿ εἰς Ἀλκινόοιο κίον καὶ δαῖτ᾿ ἀλέγυνον.   κι όλοι μετά στου Αλκίνοου τράβηξαν και σύνταζαν το γιόμα.
                    τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσ᾿ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο   Βόδι ο τρανός Αλκίνοος έσφαξε στον κύβερνο του κόσμου,

               25   Ζηνὶ κελαινεφέϊ Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει.   τον τρανό Δία τον μαυροσύγνεφο, να φαν κι οι καλεσμένοι᾿
                    μῆρα δὲ κήαντες δαίνυντ᾿ ἐρικυδέα δαῖτα   και τα μεριά σαν κάψαν, κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι,
                    τερπόμενοι: μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδός,   κι ο τιμημένος ο Δημόδοκος, ο θείος ο τραγουδάρης,
                    Δημόδοκος, λαοῖσι τετιμένος. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   τους τραγουδούσε εκεί, ως ξεφάντωναν μα εκείνος, ο Οδυσσέας,
                    πολλὰ πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε παμφανόωντα,   στον ήλιο εγύρνα τον ολόλαμπρο συχνά την κεφαλή του,

               30   δῦναι ἐπειγόμενος: δὴ γὰρ μενέαινε νέεσθαι.   να βασιλέψει πια απαντέχοντας, τι είχε καημό να φύγει.
                    ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ δόρποιο λιλαίεται, ᾧ τε πανῆμαρ   Πως ο ξωμάχος, που το αλέτρι του σε χέρσα γη ολημέρα
                    νειὸν ἀν᾿ ἕλκητον βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον:   τα βόδια τα κρασάτα του 'σερναν, λαχτάρησε το δείπνο,
                    ἀσπασίως δ᾿ ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο   και χαίρεται η ψυχή του βλέποντας το φως του ήλιου να σβήνει,
                    δόρπον ἐποίχεσθαι, βλάβεται δέ τε γούνατ᾿ ἰόντι:   να πάει για δείπνο, κι ως ξεκίνησε, λυγούν τα γόνατα του —

               35   ὣς Ὀδυσῆ᾿ ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο.   όμοια ο Οδυσσέας εχάρη βλέποντας το φως του ήλιου να σβήνει,
                    αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα,   κι ευτύς στους Φαίακες, τους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες,
                    Ἀλκινόῳ δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος φάτο μῦθον:   απ᾿ όλους στον Αλκίνοο πιότερο το λόγο του γυρνώντας:
                    «Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,   «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, πια τις σταλιές γνοιαστείτε,
                    πέμπετέ με σπείσαντες ἀπήμονα, χαίρετε δ᾿ αὐτοί:   και προβοδάτε με, μα σίγουρα, και γεια χαρά σας όλοι!

               40   ἤδη γὰρ τετέλεσται ἅ μοι φίλος ἤθελε θυμός,   Τα πάντα τώρα πια ξετέλεψαν, όσα η καρδιά μου επόθει,
   152   153   154   155   156   157   158   159   160   161   162