Page 160 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 160
159
τιμήεις ἔσομαι, ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσιν, «Πατέρα Δία, πια πως οι αθάνατοι θεοί να με τιμούνε,
αφού οι θνητοί καμιά δεν έδειξαν τιμή στο πρόσωπο μου,
130 Φαίηκες, τοί πέρ τοι ἐμῆς ἔξ εἰσι γενέθλης. οι Φαίακες, που 'ναι κι απ᾿ το γαίμα μου και σέρνουν από μένα;
καὶ γὰρ νῦν Ὀδυσῆ᾿ ἐφάμην κακὰ πολλὰ παθόντα Εγώ έλεγα, ο Οδυσσέας στο σπίτι του να μη διαγείρει πίσω,
οἴκαδ᾿ ἐλεύσεσθαι: νόστον δέ οἱ οὔ ποτ᾿ ἀπηύρων πριχού περάσει μύρια βάσανα᾿ δεν είπα εγώ ποτέ του
πάγχυ, ἐπεὶ σὺ πρῶτον ὑπέσχεο καὶ κατένευσας. να μη γυρίσει, μια και το 'ταξες και σύγκλινες να γένει.
οἱ δ᾿ εὕδοντ᾿ ἐν νηὶ̈ θοῇ ἐπὶ πόντον ἄγοντες Μα αυτοί απ᾿ το πέλαγο τον πέρασαν με το γοργό καράβι
135 κάτθεσαν εἰν Ἰθάκῃ, ἔδοσαν δέ οἱ ἄσπετα δῶρα, και στην Ιθάκη τον απίθωσαν, στον ύπνο βυθισμένο,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά θ᾿ ὑφαντήν, και δώρα αρίφνητα του εχάρισαν, χαλκό, υφαντά, χρυσάφι!
πόλλ᾿, ὅσ᾿ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾿ Ὀδυσσεύς, κι όμως ποτέ απ᾿ την Τροία δε θα 'φερνε τόσο πολλά ο Οδυσσέας,
εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληί̈δος αἶσαν.» κι ας γύριζε άβλαβος κι ας γλίτωνε τα κούρσα που του λάχαν.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεὺς: Κι ο Δίας γυρνώντας του αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
140 «ὢ πόποι, ἐννοσίγαι᾿ εὐρυσθενές, οἷον ἔειπες. «Ωχού μου, Κοσμοσείστη ανίκητε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
οὔ τί σ᾿ ἀτιμάζουσι θεοί: χαλεπὸν δέ κεν εἴη Και τώρα σε τιμούν οι αθάνατοι! Και πως μπορεί να γένει
πρεσβύτατον καὶ ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν. τον πιο τρανό τους, τον πιο κάλλιο τους σε καταφρόνια να 'χουν;
ἀνδρῶν δ᾿ εἴ πέρ τίς σε βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων Όμως θνητός αν ξεθαρρεύτηκε και βρήκε το κουράγιο
οὔ τι τίει. σοὶ δ᾿ ἐστὶ καὶ ἐξοπίσω τίσις αἰεί. να σε αψηφήσει, πάντα δύνεσαι ξεγδικιωμό να πάρεις.
145 ἔρξον ὅπως ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ.» Και τώρα, ως κρίνεις, πάρε απόφαση, κι ως το ποθεί η ψυχή σου.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων: Κι ο Ποσειδώνας αποκρίθηκεν, ο κοσμοσείστης, κι είπε:
«αἶψά κ᾿ ἐγὼν ἔρξαιμι, κελαινεφές, ὡς ἀγορεύεις: «θα το 'χα πράξει, Μαυροσύγνεφε, καθώς ορίζεις, κιόλας,
ἀλλὰ σὸν αἰεὶ θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ᾿ ἀλεείνω. μα τη δικιά σου γνώμη σέβουμαι και το θυμό φοβούμαι.
νῦν αὖ Φαιήκων ἐθέλω περικαλλέα νῆα, Τώρα των Φαιάκων το τρισκάλλινο καθώς γυρνάει καράβι,
150 ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ στο ανταριασμένο μέσα πέλαγο να το συντρίψω θέλω,
ῥαῖσαι, ἵν᾿ ἤδη σχῶνται, ἀπολλήξωσι δὲ πομπῆς να σταματήσουν, το προβάδισμα που κάνουν των ανθρώπων
ἀνθρώπων, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.» να πάψουν, και τρανό στην πόλη τους βουνό θα υψώσω γύρα.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς: Κι ο Δίας γυρνώντας του αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«ὢ πέπον, ὡς μὲν ἐμῷ θυμῷ δοκεῖ εἶναι ἄριστα, «Άκου, καλέ, τι εμένα εικάζεται το πιο σωστό πως είναι'
155 ὁππότε κεν δὴ πάντες ἐλαυνομένην προί̈δωνται πάνω στην ώρα που απ᾿ το κάστρο τους θα το θωρούν να φτάνει
λαοὶ ἀπὸ πτόλιος, θεῖναι λίθον ἐγγύθι γαίης οι Φαίακες όλοι, στο περγιαλό μπροστά μαρμάρωσε το,
νηὶ̈ θοῇ ἴκελον, ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες να μοιάζει ο βράχος του πλεούμενου, που να θαμάζουν όλοι
ἄνθρωποι, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.» οι άνθρωποι, και τρανό στην πόλη τους βουνό να υψώσεις γύρα.»
αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων, Κι ο Ποσειδώνας, μόλις άκουσε του Δία το λόγο τούτο,
160 βῆ ῥ᾿ ἴμεν ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν. για το νησί των Φαιάκων κίνησε να πάει, για τη Σχερία,
ἔνθ᾿ ἔμεν': ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθε ποντοπόρος κι εκεί περίμενε, ως που ζύγωσε τρεχάτο το καράβι
νηῦς το πελαγόδρομο. Ζυγώνοντας ο Κοσμοσείστης τότε
ῥίμφα διωκομένη: τῆς δὲ σχεδὸν ἦλθ᾿ ἐνοσίχθων, του 'δωσε μια με την παλάμη του και τους το μαρμαρώνει,
ὅς μιν λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθε και στο βυθό βαθιά το ρίζωσε᾿ μετά κινάει και φεύγει.
χειρὶ καταπρηνεῖ ἐλάσας: ὁ δὲ νόσφι βεβήκει.
165 οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾿ ἀγόρευον Κι οι Φαίακες, οι τρανοί μακρόκουποι θαλασσινοί, να ιδούνε
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες. τέτοιο κακό, λόγια ανεμάρπαστα σταύρωναν μεταξύ τους,
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον: κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«ὤ μοι, τίς δὴ νῆα θοὴν ἐπέδησ᾿ ἐνὶ πόντῳ «Ωχού, στο πέλαο ποιος μας έδεσε το γρήγορο καράβι,
οἴκαδ᾿ ἐλαυνομένην; καὶ δὴ προὐφαίνετο πᾶσα.» ως πίσω αρμένιζε κι ολάκερο φαινόταν πια μπροστά μας;»
170 ὣς ἄρα τις εἴπεσκε: τὰ δ᾿ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο. Αυτά αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γένει.