Page 165 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 165

164




               345  Φόρκυνος μὲν ὅδ᾿ ἐστὶ λιμήν, ἁλίοιο γέροντος,   για να πιστέψεις: Να του Φόρκυνα του θαλασσογερόντου
                    ἥδε δ᾿ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη:   ο κόρφος, να κι η ελιά η στενόφυλλη στου λιμανιού την κόχη,
                    ἀγχόθι δ᾿ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές,   και δίπλα το γαλαζοσκότεινο, χαριτωμένο σπήλιο,
                    ἱρὸν νυμφάων, αἳ νηϊάδες καλέονται:   ταμένο στις ξανθιές, τρισέβαστο, στις Νεροκόρες.Δες τη
                    τοῦτο δέ τοι σπέος ἐστὶ κατηρεφές, ἔνθα σὺ πολλὰς   τη θολωτή σπηλιά, κει που άλλοτε ποτέ σου δεν ξεχνούσες

               350  ἔρδεσκες νύμφῃσι τεληέσσας ἑκατόμβας:   στις Νεροκόρες αψεγάδιαστες τρανές θυσίες να κάνεις!
                    τοῦτο δὲ Νήριτόν ἐστιν ὄρος καταειμένον ὕλῃ.»   Κι αυτό είναι το βουνό το Νήριτο, με δάση σκεπασμένο.»
                    ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδασ᾿ ἠέρα, εἴσατο δὲ χθών:   Μιλώντας την αντάρα σκόρπισε κι εφάνη γύρα ο τόπος'
                    γήθησέν τ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,   και χάρηκε ο Οδυσσέας ο αρχοντικός, ο τρισβασανισμένος,
                    χαίρων ᾗ γαίῃ, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν.   που είδε τη γη του, και τα χώματα φιλεί τα πολυθρόφα'

               355  αὐτίκα δὲ νύμφῃς ἠρήσατο, χεῖρας ἀνασχών:   κι υψώνοντας τα χέρια ευχήθηκε στις Νεροκόρες κι είπε:
                    «νύμφαι νηϊάδες, κοῦραι Διός, οὔ ποτ᾿ ἐγώ γε   Κόρες του Δία, ξανά δεν το 'λεγα, ξανθιές, καλοκυράδες,
                    ὄψεσθ᾿ ὔμμ᾿ ἐφάμην: νῦν δ᾿ εὐχωλῇς ἀγανῇσι   πως θα σας δω. Μα τώρα ολόχαρος την προσευχή μου υψώνω.
                    χαίρετ': ἀτὰρ καὶ δῶρα διδώσομεν, ὡς τὸ πάρος   Γεια και χαρά! Θα σας προσφέρουμε και δώρα, σαν και πρώτα,
                    περ,                                   μονάχα η κουρσολόγα να 'θελε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
                    αἴ κεν ἐᾷ πρόφρων με Διὸς θυγάτηρ ἀγελείη

               360  αὐτόν τε ζώειν καί μοι φίλον υἱὸν ἀέξῃ.»   κι εγώ να ζω, κι ο γιος μου ανέβλαβος να βλέπω να τρανεύει.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, γυρνώντας του αποκρίθη:
                    «θάρσει, μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.   «Κάμε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα.
                    ἀλλὰ χρήματα μὲν μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο   Μα τώρα ευτύς το βιος να κρύψουμε στα βάθη, μέσα μέσα,
                    θείμεν αὐτίκα νῦν, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ:   της θεϊκιάς σπηλιάς, απείραχτα να μείνουν τ᾿ αγαθά σου'

               365                                         κι ας στοχαστούμε πως καλύτερα θα βγει η δουλειά ως την άκρη.»
                    αὐτοὶ δὲ φραζώμεθ᾿ ὅπως ὄχ᾿ ἄριστα γένηται.»
                    ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές,   Είπε η θεά, και στ᾿ ολοσκότεινο το σπήλιο μέσα εχώθη,
                                                           κρυψώνες να 'βρει ψαχουλεύοντας᾿ μετά ο Οδυσσέας επήρε
                    μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   και κουβαλούσε τον ανέσπλαχνο χαλκό και το χρυσάφι
                    ἆσσον πάντ᾿ ἐφόρει, χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν   και τα καλά υφαντά — τα πλούτη του, που οι Φαίακες του 'χαν
                    εἵματά τ᾿ εὐποίητα, τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν.
                                                           δώσει.

               370  καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηκε, λίθον δ᾿ ἐπέθηκε θύρῃσι   Τότε η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
                    Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο.   με τάξη ως τα 'κρυψε όλα, σφάλιξε τη θύρα με μια πέτρα,
                    τὼ δὲ καθεζομένω ἱερῆς παρὰ πυθμέν᾿ ἐλαίης   κι έπειτα πλάι στης άγιας κάθισαν ελιάς τη ρίζα οι δυο τους,
                    φραζέσθην μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὄλεθρον.   μαζί το χαλασμό των άνομων να βουλευτούν μνηστήρων.
                    τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Πρώτη τα λόγια η γαλανομάτη θεά Αθηνά κινούσε:

               375  «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Όδυσσέα,
                    φράζευ ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις,   πως στους μνηστήρες τους αδιάντροπους θα βάλεις χέρι,
                    οἳ δή τοι τρίετες μέγαρον κάτα κοιρανέουσι,   σκέψου, που σαν αφεντικά το σπίτι σου τρεις χρόνους αλωνίζουν,
                    μνώμενοι ἀντιθέην ἄλοχον καὶ ἕδνα διδόντες:   και δώρα τάζουν, τη γυναίκα σου για να την κάνουν-ταίρι.
                    ἡ δὲ σὸν αἰεὶ νόστον ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν   Μα αυτή, το γυρισμό σου αδιάκοπα θρηνώντας στην καρδιά της,

               380  πάντας μέν ῥ᾿ ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ,   σε όλους ελπίδες δίνει ψεύτικες και σ'έναν έναν τάζει
                    ἀγγελίας προϊεῖσα, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.»   και τον πλανεύει με μηνύματα, μα ο νους της άλλα κλώθει.»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Πωπώ, καθώς τον Αγαμέμνονα, θαρρώ, το γιο του Ατρέα,
                    «ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεί̈δαο   κι εγώ από θάνατο θα πήγαινα κακό στο αρχοντικό μου,
                    φθίσεσθαι κακὸν οἶτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔμελλον,

               385  εἰ μή μοι σὺ ἕκαστα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες.   το κάθε τι από σε αν δεν άκουγα, θεά, με τη σειρά του.
                    ἀλλ᾿ ἄγε μῆτιν ὕφηνον, ὅπως ἀποτίσομαι αὐτούς:   Μον᾿ έλα, για να πάρω έγδίκηση, βουλή να υφάνεις θέλω,
   160   161   162   163   164   165   166   167   168   169   170