Page 170 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 170

169




               80   «ἔσθιε νῦν, ὦ ξεῖνε, τά τε δμώεσσι πάρεστι,   «Να φας ό,τι έχω, ξένε, κόπιασε, το χοιρινό των δούλων,
                    χοίρε': ἀτὰρ σιάλους γε σύας μνηστῆρες ἔδουσιν,   τι είναι οι μνηστήρες τα θρεφτάρια μου που τρων, κι ουδέ λογιάζουν
                    οὐκ ὄπιδα φρονέοντες ἐνὶ φρεσὶν οὐδ᾿ ἐλεητύν.   στα φρένα των θεών τη μάνητα, κι ουδέ και σπλάχνος νιώθουν.
                    οὐ μὲν σχέτλια ἔργα θεοὶ μάκαρες φιλέουσιν,   Δεν αγαπούν οι τρισμακάριστοι θεοί τις αδικίες μας,
                    ἀλλὰ δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ᾿ ἀνθρώπων.   μόνο τιμούν το δίκιο, τις καλές τις πράξες των ανθρώπων.

               85   καὶ μὲν δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, οἵ τ᾿ ἐπὶ γαίης   Οι οχτροί κι οι αντίμαχοι, που κίνησαν να παν σε ξένους τόπους
                    ἀλλοτρίης βῶσιν καί σφι Ζεὺς ληί̈δα δώῃ,   και τους πατούν, κι ο Δίας τους έδωκε ν᾿ αρπάξουν πλήθια κούρσα,
                    πλησάμενοι δέ τε νῆας ἔβαν οἶκόνδε νέεσθαι,   κι αφού γεμίσουν τα καράβια τους, γυρνούν και φεύγουν πίσω —
                    καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει.  κι εκείνοι των θεών τη μάνητα βαθιά στα φρένα τρέμουν.
                    οἵδε δὲ καί τι ἴσασι, θεοῦ δέ τιν᾿ ἔκλυον αὐδήν,   Μα τούτοι εδώ σαν κάτι να 'μαθαν, θεού φωνή θ᾿ ακούσαν,

               90                                        πως κείνος βρήκε μαύρο θάνατο, γι᾿ αυτό και δε ζητούνε
                    κείνου λυγρὸν ὄλεθρον, ὅτ᾿ οὐκ ἐθέλουσι δικαίως   γάμο με τρόπο που θα ταίριαζε, στα σπίτια τους δεν πάνε,
                    μνᾶσθαι οὐδὲ νέεσθαι ἐπὶ σφέτερ᾿, ἀλλὰ ἕκηλοι   μον᾿ τρων το βιος του ανέγνοιοι, αδιάντροπα, χωρίς να το
                    κτήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ᾿ ἔπι φειδώ.   λυπουνται.
                    ὅσσαι γὰρ νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν,   Στο κάθε που περνάει μερόνυχτο σταλμένο από το Δία
                    οὔ ποθ᾿ ἓν ἱρεύουσ᾿ ἱερήϊον, οὐδὲ δύ᾿ οἴω:
                                                         ένα σφαχτό ποτέ δε σφάζουνε μηδέ και δυο μονάχα'

               95   οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες.   και πάντα το κρασί αλογάριαστο τραβούνε κι ασωτεύουν.
                    ἦ γάρ οἱ ζωή γ᾿ ἦν ἄσπετος: οὔ τινι τόσση   Ήταν αλήθεια εκείνου αρίφνητο το βιος᾿ κανένας τόσα
                    ἀνδρῶν ἡρώων, οὔτ᾿ ἠπείροιο μελαίνης   από τους ήρωες δεν απόχτησε, για στη στεριάν αντίκρυ
                    οὔτ᾿ αὐτῆς Ἰθάκης: οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν   για στην Ιθάκη ακόμα. Κι είκοσι να μαζεύονταν άντρες,
                    ἔστ᾿ ἄφενος τοσσοῦτον: ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω.   πάλε δε θα 'φταναν τα πλούτη του᾿ να σου τα διαμετρήσω:

               100  δώδεκ᾿ ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι: τόσα πώεα οἰῶν,   Αντίκρυ βουκολιά έχει δώδεκα, τόσα κοπάδια γίδες
                    τόσσα συῶν συβόσια, τόσ᾿ αἰπόλια πλατέ᾿ αἰγῶν   σκορπούσες, τόσα κι αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια,
                    βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες.   που τα βόσκουν δικοί μας άνθρωποι και ξένοι ρογιασμένοι.
                    ἐνθάδε δ᾿ αἰπόλια πλατέ᾿ αἰγῶν ἕνδεκα πάντα   Εδώ κοπάδια βόσκουν έντεκα σκορπούσες γίδες, πέρα
                    ἐσχατιῇ βόσκοντ᾿, ἐπὶ δ᾿ ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται.   στην άκρη του νησιού᾿ τα γνοιάζουνται γιδάρηδες παράξιοι,
               105  τῶν αἰεί σφιν ἕκαστος ἐπ᾿ ἤματι μῆλον ἀγινεῖ,   και κάθε μέρα πάει καθένας τους κι από 'να ζω σε κείνους,
                    ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος.   απ᾿ τα καλόθρεφτα τα γίδια τους το πιο παχύ που θα 'βρει.
                    αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε,   Κι εγώ, που εδώ φυλάω και γνοιάζουμαι τους χοίρους τούτους, έχω
                    καί σφι συῶν τὸν ἄριστον ἐὺ̈ κρίνας ἀποπέμπω.»    να ξεχωρίζω τον καλύτερο, σε κείνους να τον στέλνω.»
                    ὣς φύθ᾿, ὁ δ᾿ ἐνδυκέως κρέα τ᾿ ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον   Αυτά είπεν᾿ αρπαχτά, αξανάσαστα το κρέας μασούσε εκείνος
               110  ἁρπαλέως ἀκέων, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν.   και το κρασί ρουφούσε, αμίλητος, κακά για τους μνηστήρες
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ,   στο νου του κλώθοντας. Κι ως έφαγε και στύλωσε η καρδιά του,
                    καί οἱ πλησάμενος δῶκε σκύφον, ᾧ περ ἔπινεν,   ο θείος χοιροβοσκός του πρόσφερε να πιεί από το καυκί του
                    οἴνου ἐνίπλειον: ὁ δ᾿ ἐδέξατο, χαῖρε δὲ θυμῷ,   γεμάτο με κρασί. Χαρούμενος εκείνος το προσδέχτη,
                    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:

               115  «ὦ φίλε, τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν,   «Αλήθεια, φίλε, ποιος σε αγόρασε και ξόδιασε απ᾿ το βιος του,
                    ὧδε μάλ᾿ ἀφνειὸς καὶ καρτερὸς ὡς ἀγορεύεις;   με τόσα πλούτη, τέτοια δύναμη, καθώς μου αναθιβάνεις;
                    φῆς δ᾿ αὐτὸν φθίσθαι Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς.   Χάθηκε, μου 'πες, του Αγαμέμνονα το γδικιωμό ζητώντας'
                    εἰπέ μοι, αἴ κέ ποθι γνώω τοιοῦτον ἐόντα.   νομάτισέ τον, να τον γνώρισα μπορεί κι εγώ μια μέρα.
                    Ζεὺς γάρ που τό γε οἶδε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,   Ο Δίας το ξέρει κι οι άλλοι αθάνατοι μονάχα, αν δεν τον είδα

               120  εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι ἰδών: ἐπὶ πολλὰ δ᾿ ἀλήθην.»   κι έχω μαντάτα του᾿ παράδειρα μαθές σε τόσες χώρες!»
                    τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν:   Σ᾿ αυτά ο χοιροβοσκός του απάντησε, στους δούλους μέσα ο
                    «ὦ γέρον, οὔ τις κεῖνον ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν   πρώτος:
                    ἀγγέλλων πείσειε γυναῖκά τε καὶ φίλον υἱόν,   «Απ᾿ όσους φτάνουν με μαντάτα του περάτες, γέροντα μου,
   165   166   167   168   169   170   171   172   173   174   175