Page 169 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 169
168
καὶ δέ μοι ἄλλα θεοὶ δόσαν ἄλγεά τε στοναχάς τε: Τα όσα οι θεοί τυράννια μου 'δωκαν και βάσανα δε φτάνουν;
40 ἀντιθέου γὰρ ἄνακτος ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων — που τον ισόθεο κλαίω το ρήγα μου και μύρουμοα όπου κάτσω,
ἧμαι, ἄλλοισιν δὲ σύας σιάλους ἀτιτάλλω κι οι ολόπαχοί μου χοίροι θρέφουνται για ξένους, να 'χουν πάντα
ἔδμεναι: αὐτὰρ κεῖνος ἐελδόμενός που ἐδωδῆς να τρων μα εκείνος λέω σε αλλόγλωσσων ανθρώπων πολιτείες
πλάζετ᾿ ἐπ᾿ ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε, και χώρες παραδέρνει αδιάκοπα, και το ψωμί του λείπει —
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο. αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα.
45 ἀλλ᾿ ἕπεο, κλισίηνδ᾿ ἴομεν, γέρον, ὄφρα καὶ αὐτός, Ακλούθα τώρα, στο καλύβι μου να πάμε, κι ως ευφράνεις
σίτου καὶ οἴνοιο κορεσσάμενος κατὰ θυμόν, με το ψωμί τα σπλάχνα, γέροντα, και το κρασί, σειρά σου
εἴπῃς ὁππόθεν ἐσσὶ καὶ ὁππόσα κήδε᾿ ἀνέτλης.» να πεις πούθε είσαι και τι τράβηξες ως τώρα στη ζωή σου.»
ὣς εἰπὼν κλισίηνδ᾿ ἡγήσατο δῖος ὑφορβός, Είπε, και μπήκε ο θείος χοιροβοσκός μπροστά για το καλύβι,
εἷσεν δ᾿ εἰσαγαγών, ῥῶπας δ᾿ ὑπέχευε δασείας, κι ως φτάσαν, αποκάτω του 'βαλε φουντόκλαρα να κάτσει,
50 ἐστόρεσεν δ᾿ ἐπὶ δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός, κι έστρωσε απάνω τους αδρόμαλλο τομάρι αγριογιδίσιο,
αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα καὶ δασύ. χαῖρε δ᾿ παχύ, μεγάλο, εκεί που πλάγιαζε κι ατός του᾿ κι ο Οδυσσέας
Ὀδυσσεὺς χαιρόταν που έτσι, τον προσδέχτηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν: «Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να σου χαρίσουν
«Ζεύς τοι δοίη, ξεῖνε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ξένε μου, που έτσι καλά με δέχτης!»
ὅττι μάλιστ᾿ ἐθέλεις, ὅτι με πρόφρων ὑπέδεξο.»
55 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«ξεῖν᾿, οὔ μοι θέμις ἔστ᾿, οὐδ᾿ εἰ κακίων σέθεν «Ξένε, σωστό δεν το 'χω ο ξένος μου να νιώσει αψηφισμένος,
ἔλθοι, κι ας είναι πιο από σένα δύστυχος᾿ φτωχοί και ξένοι έρχονται
ξεῖνον ἀτιμῆσαι: πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες όλοι απ᾿ το Δία, κι είναι καλόδεχτο το χάρισμα μας πάντα,
ξεῖνοί τε πτωχοί τε: δόσις δ᾿ ὀλίγη τε φίλη τε όσο μικρό. Και τι καλύτερο μπορεί να κάνει ο δούλος,
γίγνεται ἡμετέρη: ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν
60 αἰεὶ δειδιότων, ὅτ᾿ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες που ο φόβος τον κρατεί ακατάπαυτα, σαν έχει νιους αφέντες,
οἱ νέοι. ἦ γὰρ τοῦ γε θεοὶ κατὰ νόστον ἔδησαν, ως τούτοι; Μα εκείνου του βάσκαναν οι αθάνατοι το δρόμο.
ὅς κεν ἔμ᾿ ἐνδυκέως ἐφίλει καὶ κτῆσιν ὄπασσεν, Θα με αγαπούσε αυτός, θα μ᾿ έκανε και μένα νοικοκύρη,
οἶκόν τε κλῆρόν τε πολυμνήστην τε γυναῖκα, σπίτι και κλήρο και μιαν όμορφη γυναίκα δίνοντας μου,
οἷά τε ᾧ οἰκῆϊ ἄναξ εὔθυμος ἔδωκεν, όσα ο καλός αφέντης χάρισε στο δούλο του σπιτιού του,
65 ὅς οἱ πολλὰ κάμῃσι, θεὸς δ᾿ ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ, που δούλεψε πολύ κι ένας θεός του πρόκοψε το μόχτο,
ὡς καὶ ἐμοὶ τόδε ἔργον ἀέξεται, ᾧ ἐπιμίμνω. καθώς επρόκοψε κι ο μόχτος μου σε τούτα εδώ που κάνω.
τῷ κέ με πόλλ᾿ ὤνησεν ἄναξ, εἰ αὐτόθ᾿ ἐγήρα: Πολύ θα μου 'στεκεν ο αφέντης μου, τα γερατιά αν τον βρίσκαν
ἀλλ᾿ ὄλεθ'--ὡς ὤφελλ᾿ Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι εδώ, μα εχάθη. Να 'ταν άχναρα το γένος της Ελένης
πρόχνυ, ἐπεὶ πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ᾿ ἔλυσε: να χάνουνταν, που τόσων έλυσε παλικαριών τα γόνα!
70 καὶ γὰρ κεῖνος ἔβη Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς Γιατί κι εκείνος του Αγαμέμνονα το γδικιωμό ζητώντας
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μάχοιτο.» πήγε στην Τροία την καλοφόραδη, τους Τρώες να πολεμήσει.»
ὣς εἰπὼν ζωστῆρι θοῶς συνέεργε χιτῶνα, Είπε, και σφίγγοντας τη ζώνη του τρογύρα στο χιτώνα
βῆ δ᾿ ἴμεν ἐς συφεούς, ὅθι ἔθνεα ἔρχατο χοίρων. για τα μαντριά κινούσε, μέσα τους πολλούς που έκλειναν χοίρους'
ἔνθεν ἑλὼν δύ᾿ ἔνεικε καὶ ἀμφοτέρους ἱέρευσεν, κι έπιασε κείθε δυό, τους έσφαξε, καψάλισε τις τρίχες,
75 εὗσέ τε μίστυλλέν τε καὶ ἀμφ᾿ ὀβελοῖσιν ἔπειρεν. κι αφού τους λιάνισε, τους πέρασε σε σούβλες να ψηθούνε᾿
ὀπτήσας δ᾿ ἄρα πάντα φέρων παρέθηκ᾿ Ὀδυσῆϊ σαν ψήθηκε το κρέας, το απίθωσε ζεστό και με τις σούβλες
θέρμ᾿ αὐτοῖς ὀβελοῖσιν: ὁ δ᾿ ἄλφιτα λευκὰ στον Οδυσσέα μπροστά, πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω,
πάλυνεν: κι αφού γλυκόπιοτο συγκέρασε κρασί στο κρασοκαύκι,
ἐν δ᾿ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον, πήγε και κάθισε απαντίκρυ του και λέει γκαρδιώνοντάς τον:
αὐτὸς δ᾿ ἀντίον ἷζεν, ἐποτρύνων δὲ προσηύδα: