Page 166 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 166

165




                    πὰρ δέ μοι αὐτὴ στῆθι, μένος πολυθαρσὲς ἐνεῖσα,   και στάσου στο πλευρό μου, ατρόμητη καρδιά χαρίζοντας μου,
                    οἷον ὅτε Τροίης λύομεν λιπαρὰ κρήδεμνα.   σαν τότε που ξεκεφαλίσαμε την Τροία τη στραφταλούσα.
                    αἴ κέ μοι ὣς μεμαυῖα παρασταίης, γλαυκῶπι,   Αν, Γλαυκομάτα, μου παράστεκες με ίδιαν ορμή και τώρα,

               390  καί κε τριηκοσίοισιν ἐγὼν ἄνδρεσσι μαχοίμην   εγώ μαζί σου θ᾿ αντροπάλευα και με τρακόσιους, φτάνει
                    σὺν σοί, πότνα θεά, ὅτε μοι πρόφρασσ᾿ ἐπαρήγοις.»  να ξέρω πλάι μου, πολυσέβαστη θεά, πως παραστέκεις.»
                    τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκύματη, του απηλογήθη κι είπε:
                    «καὶ λίην τοι ἐγώ γε παρέσσομαι, οὐδέ με λήσεις,   «θα μ᾿ έχεις πάντα παραστάτισσα και δε θα σε ξεχάσω,
                    ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα: καί τιν᾿ ὀί̈ω   η ώρα σα φτάσει πια ν᾿ αρχίσουμε. Θαρρώ από τους μνηστήρες,

               395  αἵματί τ᾿ ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας   που τρων το βιος σου τώρα ανέμποδα, δε θα 'ναι λίγοι εκείνοι
                    ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.   που θα μολέψουν με το γαίμα τους και τα μυαλά το χώμα.
                    ἀλλ᾿ ἄγε σ᾿ ἄγνωστον τεύξω πάντεσσι βροτοῖσι:   Μον᾿ έλα να σε κάνω αγνώριστο μπροστά στον κόσμον όλο:
                    κάρψω μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,   Το δέρμα θα ζαρώσω τ᾿ όμορφο στο λυγερό κορμί σου,
                    ξανθὰς δ᾿ ἐκ κεφαλῆς ὀλέσω τρίχας, ἀμφὶ δὲ λαῖφος   της κεφαλής σου τα ξανθόμαλλα θα τ᾿ αφανίσω, γύρα

               400  ἕσσω ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα,   κουρέλια θα σε ντύσω, σίχαμα σ᾿ όποιον σε βλέπει να 'σαι.
                    κνυζώσω δέ τοι ὄσσε πάρος περικαλλέ᾿ ἐόντε,   Θα σου θολώσω ακόμα τα όμορφα που ως τώρα άστραφταν μάτια,
                    ὡς ἂν ἀεικέλιος πᾶσι μνηστῆρσι φανήῃς   να δείξεις στους μνηστήρες κάκοψος, στο ταίρι σου, στο γιο σου,
                    σῇ τ᾿ ἀλόχῳ καὶ παιδί, τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες.   μικρό που αφήκες στο παλάτι σου, κανείς να μη σε νιώσει.
                    αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι,   Μα εσύ πιο πρώτα απ᾿ όλα τράβηξε για το χοιροβοσκό σου,

               405  ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδε,   αυτόν που γνοιάζεται τους χοίρους σου και το καλό σου θέλει,
                    παῖδά τε σὸν φιλέει καὶ ἐχέφρονα Πηνελόπειαν.   κι έχει στο γιο σου και στη φρόνιμη την Πηνελόπη αγάπη.
                    δήεις τόν γε σύεσσι παρήμενον: αἱ δὲ νέμονται   Στους χοίρους θα τον βρεις να κάθεται κοντά, που εκεί στο βράχο
                    πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπί τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ,   του Κόρακα και στης Αρέθουσας τη βρύση γύρω βόσκουν,
                    ἔσθουσαι βάλανον μενοεικέα καὶ μέλαν ὕδωρ   και τρων βαλάνια, ως να χορτάσουνε, κι από το μαυρονέρι

               410  πίνουσαι, τά θ᾿ ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν.   πίνουν νερό με αυτά το ξίγκι τους μαθές πληθαίνει τ᾿ άσπρο.
                    ἔνθα μένειν καὶ πάντα παρήμενος ἐξερέεσθαι,   Εκεί να μένεις και καθούμενος το κάθε τι ανέρωτα,
                    ὄφρ᾿ ἂν ἐγὼν ἔλθω Σπάρτην ἐς καλλιγύναικα   ωώσόπου εγώ στη Σπάρτη τρέχοντας την ωριογυναικούσα
                    Τηλέμαχον καλέουσα, τεὸν φίλον υἱόν, Ὀδυσσεῦ:   φωνάξω πίσω τον Τηλέμαχο, το γιο σου᾿ τι έχει φύγει
                    ὅς τοι ἐς εὐρύχορον Λακεδαίμονα πὰρ Μενέλαον   για την πλατιά τη Λακεδαίμονα, στου Μενελάου το σπίτι,

               415  ᾤχετο πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος, εἴ που ἔτ᾿ εἴης.»   μήπως για σένα ακούσει τίποτε, πως ζεις ακόμα κάπου.»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Τα πάντα εσύ στα φρένα εκάτεχες᾿ πως τότε δεν του τα 'πες;
                    «τίπτε τ᾿ ἄρ᾿ οὔ οἱ ἔειπες, ἐνὶ φρεσὶ πάντα ἰδυῖα;   κι αυτός τυράννια παραδέρνοντας για να τραβήξει τάχα
                    ἦ ἵνα που καὶ κεῖνος ἀλώμενος ἄλγεα πάσχῃ   πάνω στη θάλασσα την άκαρπη, κι οι άλλοι να τρων το βιος του;»
                    πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον: βίοτον δέ οἱ ἄλλοι ἔδουσι;»

               420  τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
                    «μὴ δή τοι κεῖνός γε λίην ἐνθύμιος ἔστω.   «Για τον υγιό σου εσύ μη γνοιάζεσαι᾿ μαζί του ατή μου επήγα,
                    αὐτή μιν πόμπευον, ἵνα κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο   για ν᾿ ακουστεί κι αυτός, περίλαμπρο να γίνει τ᾿ ονομά του
                    κεῖσ᾿ ἐλθών: ἀτὰρ οὔ τιν᾿ ἔχει πόνον, ἀλλὰ ἕκηλος   στα μέρη εκείνα᾿ κι ουδέ βάσανα τον βρήκαν στο παλάτι
                    ἧσται ἐν Ἀτρεί̈δαο δόμοις, παρὰ δ᾿ ἄσπετα κεῖται.   μένει του γιου του Ατρέα και χαίρεται του κόσμου τα ξαρέσια.

               425  ἦ μέν μιν λοχόωσι νέοι σὺν νηὶ̈ μελαίνῃ,   Αλήθεια οι νιοι καρτέρι του 'στησαν με μελανό καράβι,
                    ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι:   να τον σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρει
                    ἀλλὰ τά γ᾿ οὐκ ὀί̈ω, πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει   μα αυτό δε γίνεται᾿ πρωτύτερα πολλούς θα φάει το χώμα
                    ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.»   απ᾿ τους μνηστήρες λέω, τα πλούτη σου που τρώνε κι αφανίζουν.»
                    ὣς ἄρα μιν φαμένη ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ᾿ Ἀθήνη.   Είπε η Αθηνά, κι ευτύς τον άγγιξε με το ραβδί που εκράτει,
   161   162   163   164   165   166   167   168   169   170   171