Page 168 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 168

167





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ξ-



               -    Ἀὐτὰρ ὁ ἐκ λιμένος προσέβη τρηχεῖαν ἀταρπὸν   κι εκείνος, το λιμάνι αφήνοντας, μέσ᾿ απ᾿ το λόγγο επήρε
               14-   χῶρον ἀν᾿ ὑλήεντα δι᾿ ἄκριας, ᾗ οἱ Ἀθήνη   τ᾿ ορθό το μονοπάτι, που 'βγαζε στο δάσο, εκεί που του 'χε
                    πέφραδε δῖον ὑφορβόν, ὅ οἱ βιότοιο μάλιστα   δείξει η Αθηνά το θείο πως θα 'βρισκε χοιροβοσκό, τι απ᾿ όλους
                    κήδετο οἰκήων, οὓς κτήσατο δῖος Ὀδυσσεύς.   τους δούλους του Οδυσσέα καλύτερα το βιος του αυτός γνοιαζόταν.
               5    τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἐνὶ προδόμῳ εὗρ᾿ ἥμενον, ἔνθα οἱ αὐλὴ   Μπρος στην καλύβα του τον πέτυχε καθούμενο, και γύρα
                    ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,   χτισμένον έβλεπες αυλότοιχο, στο ξέφαντο, μεγάλο,
                    καλή τε μεγάλη τε, περίδρομος: ἥν ῥα συβώτης   ψηλό, πανέμορφο᾿ σαν έφυγεν ο ρήγας του, τον είχεν
                    αὐτὸς δείμαθ᾿ ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος,   ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του σηκώσει για τους χοίρους,
                    νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος,   χωρίς η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης να το ξέρουν,
               10   ῥυτοῖσιν λάεσσι καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ:   από τις πέτρες που κουβάλησε᾿ κι είχε ψηλά καρφώσει
                    σταυροὺς δ᾿ ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ   αγριαχλαδιάς κλωνάρια, κι έξωθε πυκνά παλούκια μπήξει
                    ἔνθα,                                ως πέρα από βαλανιδόκλαρα, τη φλούδα βγάζοντας τους.
                    πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δρυὸς   Και στην αυλή είχε μάντρες δώδεκα μια πλάι στην άλλη χτίσει,
                    ἀμφικεάσσας:                         να 'χουν οι χοίροι να κοιτάζουνται᾿ στην κάθε μια βρίσκονταν
                    ἔντοσθεν δ᾿ αὐλῆς συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει
                    πλησίον ἀλλήλων, εὐνὰς συσίν: ἐν δὲ ἑκάστῳ

               15   πεντήκοντα σύες χαμαιευνάδες ἐρχατόωντο,   μαζί πενήντα χαμωκύλιστες γουρούνες μαντρισμένες,
                    θήλειαι τοκάδες: τοὶ δ᾿ ἄρσενες ἐκτὸς ἴαυον,   γεννούσες, θηλυκές. Τ᾿ αρσενικά πλάγιαζαν έξω κι ήταν
                    πολλὸν παυρότεροι: τοὺς γὰρ μινύθεσκον ἔδοντες   πολύ πιο λίγα᾿ τι τ᾿ αφάνιζαν οι ισόθεοι τρώγοντας τα
                    ἀντίθεοι μνηστῆρες, ἐπεὶ προί̈αλλε συβώτης   μνηστήρες᾿ κι όλο και τους έστελνε τον πιο καλό του χοίρο
                    αἰεὶ ζατρεφέων σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων:   ο θείος χοιροβοσκός, διαλέγοντας απ᾿ τα παχιά θρεφτάρια.

               20                                        Αρσενικά γι᾿ αυτό του απόμεναν τρακόσια εξήντα μόνο.
                    οἱ δὲ τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο.   Ίδια θεριά κοντά τους τέσσερα σκυλιά κοιμόνταν πάντα,
                    πὰρ δὲ κύνες, θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον   που ο θείος χοιροβοσκός τ᾿ ανάστησε, στους δούλους μέσα ο
                    τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν.
                                                         πρώτος.
                    αὐτὸς δ᾿ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,
                                                         Την ώρα εκείνη δέρμα κόβοντας καλόχρωμο, βοδίσιο,
                    τάμνων δέρμα βόειον ἐϋχροές: οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
                                                         στα πόδια του σαντάλια εταίριαζεν οι άλλοι βοσκοί είχαν φύγει
               25   ᾤχοντ᾿ ἄλλυδις ἄλλος ἅμ᾿ ἀγρομένοισι σύεσσιν,   άλλος γι᾿ αλλού, ξοπίσω παίρνοντας των χοίρων τα κοπάδια,
                    οἱ τρεῖς: τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε   οι τρεις᾿ τι είχε μαθές τον τέταρτο σταλμένο στανικώς του
                    σῦν ἀγέμεν μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ,   στην πολιτεία, να πάει στους πέρφανους μνηστήρες ένα χοίρο,
                    ὄφρ᾿ ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν.   για να τον σφάξουν, να χορτάσουνε με κρέατα την καρδιά τους.
                    ἐξαπίνης δ᾿ Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι.   Ξάφνου τον είδαν τ᾿ αλιχτιάρικα σκυλιά τον Οδυσσέα,

               30   οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   κι ευτύς του χίμιξαν γαυγίζοντας᾿ μα αυτός κουτός δεν ήταν,
                    ἕζετο κερδοσύνη, σκῆπτρον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.   μόνο καθίζει κάτω, αφήνοντας να πέσει το ραβδί του.
                    ἔνθα κεν ᾧ πὰρ σταθμῷ ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος:   Κι όμως τρανό κακό θα πάθαινε μες στο δικό του χτήμα,
                    ἀλλὰ συβώτης ὦκα ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν   αν το τομάρι ο θείος χοιροβοσκός δεν πέταγε απ᾿ το χέρι
                    ἔσσυτ᾿ ἀνὰ πρόθυρον, σκῦτος δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.  και στην αυλόπορτα δεν έτρεχε με γρήγορα ποδάρια'

               35   τοὺς μὲν ὁμοκλήσας σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον   κι ως με φωνές μεγάλες έδιωξε τους σκύλους δώθε κείθε
                    πυκνῇσιν λιθάδεσσιν: ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα:   απανωτά λιθάρια ρίχνοντας, γυρνάει και λέει στο ρήγα:
                    «ὦ γέρον, ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο   «Οι σκύλοι παραλίγο, γέροντα, να σ᾿ έκαναν κομμάτια,
                    ἐξαπίνης, καί κέν μοι ἐλεγχείην κατέχευας.   ξάφνου ως σου χίμιξαν, και θα 'ριχνες και τη ντροπή σε μένα.
   163   164   165   166   167   168   169   170   171   172   173