Page 172 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 172

171




               165  τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
                    «ὦ γέρον, οὔτ᾿ ἄρ᾿ ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω,   «Μηδέ κι εγώ σχαρίκια, γέροντα, ποτέ μου θα σου δώσω,
                    οὔτ᾿ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται: ἀλλὰ ἕκηλος   μηδέ ο Οδυσσέας θα φτάσει σπίτι του᾿ μονάχα ανέγνοιος πίνε
                    πῖνε, καὶ ἄλλα παρὲξ μεμνώμεθα, μηδέ με τούτων   κι άλλη κουβέντα τώρα ας πιάσουμε᾿ τι τα θυμίζεις τούτα;
                    μίμνησκ': ἦ γὰρ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσιν   Κάθε φορά μου φαρμακώνεται βαθιά η καρδιά στα στήθη,

               170  ἄχνυται, ὁππότε τις μνήσῃ κεδνοῖο ἄνακτος.   μόλις το ρήγα μου τον άψεγο κανείς μου αναθυμίσει.
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι ὅρκον μὲν ἐάσομεν, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   Τους όρκους τώρα ας παρατήσουμε, κι ο θεός ας δώσει να 'ρθει
                    ἔλθοι ὅπως μιν ἐγώ γ᾿ ἐθέλω καὶ Πηνελόπεια   εδώ ο Οδυσσέας, καθώς το θέλουμε κι εγώ κι η Πηνελόπη
                    Λαέρτης θ᾿ ὁ γέρων καὶ Τηλέμαχος θεοειδής.   κι ο θεοπρόσωπος Τηλέμαχος κι ο γέροντας Λαέρτης.
                    νῦν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι, ὃν τέκ᾿   Μα για το γιο του τώρα γόζουμαι κι αλάγιαστα χτυπιέμαι,
                    Ὀδυσσεύς,

               175  Τηλεμάχου: τὸν ἐπεὶ θρέψαν θεοὶ ἔρνεϊ ἶσον,   για τον Τηλέμαχο, που τράνεψε με των θεών τη χάρη
                    καί μιν ἔφην ἔσσεσθαι ἐν ἀνδράσιν οὔ τι χέρηα   σα ροδιχμός, και του καμάρωνα το ανάριμμα, την όψη,
                    πατρὸς ἑοῖο φίλοιο, δέμας καὶ εἶδος ἀγητόν,   κι έλεγα, ως άντρας πως δε θα 'δειχνε πιο κάτω απ᾿ το γονιό του,
                    τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας ἔνδον ἐί̈σας   Μα ένας θεός του παροσάλεψε τα ζυγιασμένα φρένα,
                    ἠέ τις ἀνθρώπων: ὁ δ᾿ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν   για κι άνθρωπος, και για τον κύρη του ξεκίνησε να μάθει

               180  ἐς Πύλον ἠγαθέην: τὸν δὲ μνηστῆρες ἀγαυοὶ   στην άγια Πύλο. Ωστόσο οι πέρφανοι μνηστήρες του 'χουν στήσει
                    οἴκαδ᾿ ἰόντα λοχῶσιν, ὅπως ἀπὸ φῦλον ὄληται   καρτέρι, ως θα διαγέρνει σπίτι του᾿ του ισόθεου του Αρκεισίου
                    νώνυμον ἐξ Ἰθάκης Ἀρκεισίου ἀντιθέοιο.   να ξεκληρίσει θέλουν άχναρα το γένος στην Ιθάκη.
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι κεῖνον μὲν ἐάσομεν, ἤ κεν ἁλώῃ   Όμως γι᾿ αυτόν, κι αν είναι να πιαστεί κι αν είναι να γλιτώσει,
                    ἦ κε φύγῃ καί κέν οἱ ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων.   το χέρι ο Δίας αν βάλει απάνω του, πια ας μη μιλούμε τώρα.

               185  ἀλλ᾿ ἄγε μοι σύ, γεραιέ, τὰ σ᾿ αὐτοῦ κήδε᾿ ἐνίσπες   Μον᾿ έλα, πες μου, αν θέλεις, γέροντα, τα πάθη τα δικά σου᾿
                    καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ:   και πρώτα τούτο εδώ μολόγα μου, καλά να το κατέχω:
                    τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;   Ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου εσένα;
                    ὁπποίης τ᾿ ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο: πῶς δέ σε ναῦται   και ποιο είναι το καράβι που 'φτασες; οι ναύτες στην Ιθάκη
                    ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;   πως σ᾿ έφεραν μαθές; ποιοί πέτουνται πως είναι τάχα, πες μου'
               190  οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀί̈ομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι.»    στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'σαι!»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς                             «Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια᾿
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.   να 'μαστε οι δυο μας και να πίνουμε γλυκό κρασί, να τρώμε
                    εἴη μὲν νῦν νῶϊν ἐπὶ χρόνον ἠμὲν ἐδωδὴ   μες στην καλύβα εδώ, καθούμενοι στην τάβλα δίχως έγνοια,
                    ἠδὲ μέθυ γλυκερὸν κλισίης ἔντοσθεν ἐοῦσι,

               195   δαίνυσθαι ἀκέοντ᾿, ἄλλοι δ᾿ ἐπὶ ἔργον ἕποιεν:   καιρό όσο θέμε, και να γνοιάζουνται για τις δουλειές μας άλλοι —
                    ῥηϊδίως κεν ἔπειτα καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα   και πάλε δε γινόταν εύκολα, και σ᾿ ένα χρόνο ακέριο,
                    οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ἐμὰ κήδεα θυμοῦ,   αν σου αναθίβανα τα πάθη μου, να φτάσω να τελέψω
                    ὅσσα γε δὴ ξύμπαντα θεῶν ἰότητι μόγησα.   τα που 'χω απ᾿ των θεών το θέλημα τυράννια σύρει ως τώρα.
                    «ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχομαι εὐρειάων,   Απ᾿ την πλατιά την Κρήτη πέτουμαι πως η γενιά μου σέρνει'

               200  ἀνέρος ἀφνειοῖο πάϊς: πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι   πλούσιος ο κύρης μου, που ανάσταινε κι είχε γεννήσει κι άλλους
                    υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ᾿ ἐγένοντο   πολλούς στο σπίτι γιους᾿ το ταίρι του τους είχε γεννημένα —
                    γνήσιοι ἐξ ἀλόχου: ἐμὲ δ᾿ ὠνητὴ τέκε μήτηρ   γνήσιους υγιούς᾿ κι ήταν η μάνα μου συγκόρμισσά του μόνο
                    παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα   αγοραστή, μα δε με χώριζεν απ᾿ τους υγιούς τους άλλους
                    Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι   καθόλου ο γιος του Ιλάκου, ο Κάστορας — τι είμαι σπορά δικιά του.

               205  ὃς τότ᾿ ἐνὶ Κρήτεσσι θεὸς ὣς τίετο δήμῳ   Στην Κρήτη τότε σαν αθάνατο τόνε τιμούσε ο κόσμος
                    ὄλβῳ τε πλούτῳ τε καὶ υἱάσι κυδαλίμοισιν.   για τ᾿ αγαθά του και τα πλούτη του και τους παράξιους γιους του.
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι τὸν κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι   Μα σύντας πια τον πήραν κι έφυγαν του Κάτω Κόσμου οι Λάμιες,
   167   168   169   170   171   172   173   174   175   176   177