Page 176 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 176

175




                    νηῦς
               335   ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον.   θεσπρωτικό για το πολύσταρο Δουλίχιο να σαλπάρει.
                    ἔνθ᾿ ὅ γέ μ᾿ ἠνώγει πέμψαι βασιλῆϊ Ἀκάστῳ   Κει πέρα να με παν στον Άκαστο το ρήγα δίχως άλλο
                    ἐνδυκέως: τοῖσιν δὲ κακὴ φρεσὶν ἥνδανε βουλὴ   τους πρόσταξε᾿ μα αυτοί μελέτησαν κακιά βουλή στα φρένα
                    ἀμφ᾿ ἐμοί, ὄφρ᾿ ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην.  για μένα, για να μπλέξω πιότερο στης συφοράς το δίχτυ.
                    ἀλλ᾿ ὅτε γαίης πολλὸν ἀπέπλω ποντοπόρος νηῦς,   Μόλις το πλοίο το πελαγόδρομο βαθιά ξανοίχτη, εκείνοι
               340  αὐτίκα δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο.   μηχανεύτηκαν δίχως άργητα τη μέρα της σκλαβιάς μου᾿
                    ἐκ μέν με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἔδυσαν,   τα που φορούσα ρούχα μου 'βγαλαν, χλαμύδα και χιτώνα,
                    ἀμφὶ δέ μοι ῥάκος ἄλλο κακὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,   κι άλλο χιτώνα και παλιόρουχα μου δώκαν να φορέσω,
                    ῥωγαλέα, τὰ καὶ αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὅρηαι:   όλα ξεσκίδια᾿ με τα μάτια σου τα βλέπεις τώρα ομπρός σου.
                    ἑσπέριοι δ᾿ Ἰθάκης εὐδειέλου ἔργ᾿ ἀφίκοντο.   Το βράδυ, στα χωράφια ως έφτασαν της ξέφαντης Ιθάκης,

               345  ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν κατέδησαν ἐϋσσέλμῳ ἐνὶ νηὶ̈   πρώτα στο πλοίο το καλοκούβερτο γνοιάστηκαν να με δέσουν
                    ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ στερεῶς, αὐτοὶ δ᾿ ἀποβάντες   γερά μ᾿ ένα σκοινί καλόστριφτο, μετά πήδησαν όξω
                    ἐσσυμένως παρὰ θῖνα θαλάσσης δόρπον ἕλοντο.   όλο βιασύνη, στο περίγιαλο το δείπνο να συντάξουν.
                    αὐτὰρ ἐμοὶ δεσμὸν μὲν ἀνέγναμψαν θεοὶ αὐτοὶ   Μα ατοί τους οι θεοί μου ξέλυσαν τον κόμπο δίχως κόπο,
                    ῥηϊδίως: κεφαλῇ δὲ κατὰ ῥάκος ἀμφικαλύψας,   και τότε εγώ τα κουρελόρουχα τυλίγω στο κεφάλι,

               350  ξεστὸν ἐφόλκαιον καταβὰς ἐπέλασσα θαλάσσῃ   κι απ᾿ το τιμόνι κάτω εγλίστρησα, κι ακούμπησα στο κύμα
                    στῆθος, ἔπειτα δὲ χερσὶ διήρεσσ᾿ ἀμφοτέρῃσι   το στήθος, κι άνοιξα τα χέρια μου και κίνησα να πλέκω'
                    νηχόμενος, μάλα δ᾿ ὦκα θύρηθ᾿ ἔα ἀμφὶς ἐκείνων.   και στη στεριά σε λίγο βρέθηκα, μακριά από κείνους, κι όξω
                    ἔνθ᾿ ἀναβάς, ὅθι τε δρίος ἦν πολυανθέος ὕλης,   σε λόγγο βγαίνω λουλουδόσπαρτο και πλάγιασα κει μέσα
                    κείμην πεπτηώς. οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες   ένα κουβάρι᾿ πήραν κι έτρεχαν εκείνοι συχυσμένοι

               355  φοίτων: ἀλλ᾿ οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον εἶναι   γυρεύοντας με, μα τους φάνηκε το πιο καλό πως είναι
                    μαίεσθαι προτέρω, τοὶ μὲν πάλιν αὖτις ἔβαινον   πιο πέρα να μην ψάξουν. Στ᾿ άρμενο λοιπόν γυρνούν και μπαίνουν
                    νηὸς ἔπι γλαφυρῆς: ἐμὲ δ᾿ ἔκρυψαν θεοὶ αὐτοὶ   και ξεκινούν μα εμένα μ᾿ έκρυψαν με δίχως κόπο ατοί τους
                    ῥηϊδίως, καί με σταθμῷ ἐπέλασσαν ἄγοντες   οι αθάνατοι θεοί και μ᾿ έφεραν σε ανθρώπου μυαλωμένου
                    ἀνδρὸς ἐπισταμένου: ἔτι γάρ νύ μοι αἶσα βιῶναι.»    τη μάντρα τώρα᾿ θα 'ναι, φαίνεται, γραφτό να ζήσω ακόμα!»

               360  τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
                    «ἆ δειλὲ ξείνων, ἦ μοι μάλα θυμὸν ὄρινας   «Ξένε τρισάμοιρε, ξεσήκωσες περίσσια την καρδιά μου
                    ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἠδ᾿ ὅσ᾿   τις συφορές σου ανιστορώντας μου, τα παραδέρματά σου.
                    ἀλήθης.                              Μα λέω πιο πριν σωστά δε μίλησες, πως του Οδυσσέα μαντάτα
                    ἀλλὰ τά γ᾿ οὐ κατὰ κόσμον ὀί̈ομαι, οὐδέ με πείσεις   μας φέρνεις᾿ δεν πιστεύω! Μου 'φταναν τα πάθη τα δικά σου.
                    εἰπὼν ἀμφ᾿ Ὀδυσῆϊ: τί σε χρὴ τοῖον ἐόντα

               365  μαψιδίως ψεύδεσθαι; ἐγὼ δ᾿ εὖ οἶδα καὶ αὐτὸς   Γιατί να πεις του κάκου ψέματα; Δεν ξέρω λες κι ατός μου
                    νόστον ἐμοῖο ἄνακτος, ὅ τ᾿ ἤχθετο πᾶσι θεοῖσι   πως δε γυρίζει πίσω ο αφέντης μου; Τον μίσησαν περίσσια
                    πάγχυ μάλ᾿, ὅττι μιν οὔ τι μετὰ Τρώεσσι δάμασσαν  όλοι οι θεοί, που δεν τον σκότωσαν πιο πριν στης Τροίας τα μέρη,
                    ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσε.   μηδέ, σαν τέλεψε τον πόλεμο, στα χέρια των δικών του.
                    τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν Παναχαιοί,   Οι Αργίτες όλοι θα του σήκωναν τρανό μνημούρι τότε,

               370  ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ᾿ ὀπίσσω   κι ακόμα η δόξα του θ᾿ απόμενε κληρονομιά στο γιο του.
                    νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο.   Μα τώρα αδόξαστο τον άρπαξαν οι Λάμιες του θανάτου'
                    αὐτὰρ ἐγὼ παρ᾿ ὕεσσιν ἀπότροπος: οὐδὲ πόλινδε   κι εγώ τραβήχτηκα φυλάγοντας τους χοίρους᾿ δεν πηγαίνω
                    ἔρχομαι, εἰ μή πού τι περίφρων Πηνελόπεια   ποτέ στη χώρα, ξον αν είδηση τύχει από κάπου κι έρθει
                    ἐλθέμεν ὀτρύνῃσιν, ὅτ᾿ ἀγγελίη ποθὲν ἔλθῃ.   και στείλει η Πηνελόπη η φρόνιμη και πει πως με γυρεύει.

               375   ἀλλ᾿ οἱ μὲν τὰ ἕκαστα παρήμενοι ἐξερέουσιν,   Εκεί κοντά στον ξένο κάθουνται και τον ψιλορωτούνε,
                    ἠμὲν οἳ ἄχνυνται δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,   άλλοι θλιμμένοι για το ρήγα τους που χρόνισε στα ξένα,
   171   172   173   174   175   176   177   178   179   180   181