Page 178 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 178

177




               420  τὸν μὲν ἔπειτ᾿ ἔστησαν ἐπ᾿ ἐσχάρῃ: οὐδὲ συβώτης   και να σταθεί στη στιά τον έσπρωξαν. Μα τους θεούς και τότε
                    λήθετ᾿ ἄρ᾿ ἀθανάτων: φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇσιν:  ο θείος χοιροβοσκός δεν ξέχασε στην άδολη καρδιά του,
                    ἀλλ᾿ ὅγ᾿ ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ   κι έκαμε αρχή και τρίχες έριχνε στη φλόγα απ᾿ το κεφάλι
                    βάλλεν                               του ασπροδοντάτου χοίρου, κι εύχουνταν στους αθανάτους όλους,
                    ἀργιόδοντος ὑός, καὶ ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσιν   να στρέψει πια ο Οδυσσέας στο σπίτι του᾿ μετά με σκίζα, που 'χε
                    νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.

               425  κόψε δ᾿ ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός, ἣν λίπε κείων:   από το δρυ κρατήσει που 'κοψε, παίρνοντας φόρα, δίνει
                    τὸν δ᾿ ἔλιπε ψυχή. τοὶ δ᾿ ἔσφαξάν τε καὶ εὗσαν:   στο χοίρο μια, κι αυτός σωριάστηκε᾿ κι οι άλλοι γοργά τον σφάξαν,
                    αἶψα δέ μιν διέχευαν: ὁ δ᾿ ὠμοθετεῖτο συβώτης,   τον καψάλισαν και τον έκοψαν κι εκείνος πήρε ολούθε
                    πάντων ἀρχόμενος μελέων, ἐς πίονα δημόν,   κομμάτια κρέας ωμό και τα 'βαζε σε πλήθιο ξίγκι απάνω'
                    καὶ τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ,   κι αφού με αλεύρι τα πασπάλισε και τα 'ριξε στις φλόγες,

               430  μίστυλλόν τ᾿ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾿ ὀβελοῖσιν   τ᾿ άλλα τα λιάνισαν, τα πέρασαν στις σούβλες και τα ψήναν
                    ἔπειραν,                             μ᾿ έγνοια πολλή᾿ και σύντας ψήθηκαν κι απ᾿ τη φωτιά τα βγάλαν,
                    ὤπτησάν τε περιφραδέως ἐρύσαντό τε πάντα,   στα κρεατοσάνιδα τα σώριασαν και πήρε να μοιράζει
                    βάλλον δ᾿ εἰν ἐλεοῖσιν ἀολλέα: ἂν δὲ συβώτης   ο Εύμαιος ορθός, τι αλήθεια κάτεχε της τάβλας τα συνήθια.
                    ἵστατο δαιτρεύσων: περὶ γὰρ φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη.   Εφτά μερίδες όλο το 'καμε το κρέας, πριχού μοιράσει'
                    καὶ τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαί̈ζων:

               435  τὴν μὲν ἴαν νύμφῃσι καὶ Ἑρμῇ, Μαιάδος υἱεῖ,   με δέηση μια στην πάντα απίθωσε για τον Ερμή, της Μαίας
                    θῆκεν ἐπευξάμενος, τὰς δ᾿ ἄλλας νεῖμεν ἑκάστῳ:   το γιο, και τις ξανθιές, και μοίρασε τις άλλες στους συντρόφους'
                    νώτοισιν δ᾿ Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρεν   μα ομπρός στον Οδυσσέα, τιμώντας τον, κοψίδια από την πλάτη
                    ἀργιόδοντος ὑός, κύδαινε δὲ θυμὸν ἄνακτος:   του ασπροδοντάτου χοίρου εσώριαζε, και χαίρουνταν ο ρήγας.
                    καί μιν φωνήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
               440  «αἴθ᾿ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο   «Ο Δίας πατέρας, Εύμαιε, να 'θελε να σου 'χει αγάπη τόση,
                    ὡς ἐμοί, ὅττι τε τοῖον ἐόντ᾿ ἀγαθοῖσι γεραίρεις.»   σαν όση εγώ, που στην κατάντια μου με νοιάζεσαι έτσι πλούσια!»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
                    «ἔσθιε, δαιμόνιε ξείνων, καὶ τέρπεο τοῖσδε,   «Πάρε και τρώγε, ξένε δύστυχε, και χάρου ό,τι έχεις μπρος σου
                    οἷα πάρεστι: θεὸς δὲ τὸ μὲν δώσει, τὸ δ᾿ ἐάσει,   μας κυβερνάει θεού το θέλημα᾿ μια τούτο μας το δίνει,

               445  ὅττι κεν ᾧ θυμῷ ἐθέλῃ: δύναται γὰρ ἅπαντα.»    μια το άλλο μας το αρνιέται, ως του 'δοξε, τι δύνεται τα πάντα.»
                    ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι,   Αυτά είπε, κι έκαψε το αγιάτικο το κρέας στους αναιώνιους
                    σπείσας δ᾿ αἴθοπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ πτολιπόρθῳ   θεούς, κρασί φλογάτο εστάλαξε, μετά στον Οδυσσέα
                    ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν: ὁ δ᾿ ἕζετο ᾗ παρὰ μοίρῃ.   την κούπα πρόσφερε, και κάθισε κι ατός του στο τραπέζι'
                    σῖτον δέ σφιν ἔνειμε Μεσαύλιος, ὅν ῥα συβώτης   στερνά ψωμί ο Μεσαύλιος μοίρασε᾿ τον είχε αγορασμένο

               450  αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,   ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του, κι είχε απ᾿ το βιος του δώσει,
                    νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος:   τότε απ᾿ την Τάφο που τον έπαιρνε, σαν πια είχε φύγει ο ρήγας,
                    πὰρ δ᾿ ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.   χωρίς να το προστάξει η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης.
                    οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.   Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν
                    αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,   και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,

               455  σῖτον μέν σφιν ἀφεῖλε Μεσαύλιος, οἱ δ᾿ ἐπὶ κοῖτον   πήρε ο Μεσαύλιος και τους σήκωσε τ᾿ απομεινάρια, κι όλοι,
                    σίτου καὶ κρειῶν κεκορημένοι ἐσσεύοντο.   ψωμί και κρέας χορτάτοι, κίνησαν να πάνε να πλαγιάσουν.
                    νὺξ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπῆλθε κακὴ σκοτομήνιος, ὗε δ᾿ ἄρα   Η νύχτα είχε έρθει μαύρη, αφέγγαρη, και πήρε ο Δίας να βρέχει
                    Ζεὺς                                 ολονυχτίς᾿
                    πάννυχος, αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος.  φυσούσε αλάγιαστος κι 'ολο βροχή ο πονέντης'
                    τοῖς δ᾿ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,   κι είπε ο Οδυσσέας, τον Εύμαιο θέλοντας να δοκιμάσει, τάχα,

               460  εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι, ἤ τιν᾿ ἑταίρων   μια και τον γνοιάστη τόσο, θα 'βγαζε μια κάπα να του δώσει,
                    ἄλλον ἐποτρύνειεν, ἐπεί ἑο κήδετο λίην:   για τη δικιά του για άλλον σπρώχνοντας από τους συντρόφους του;
   173   174   175   176   177   178   179   180   181   182   183