Page 173 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 173
172
εἰς Ἀί̈δαο δόμους: τοὶ δὲ ζωὴν ἐδύσαντο στον Άδη να τον παν, διαμοίρασαν το βιος του βάζοντας το
παῖδες ὑπέρθυμοι καὶ ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο, τ᾿ άλλα τ᾿ αδέρφια μου τα πέρφανα σε κλήρο᾿ μόνο εμένα
210 αὐτὰρ ἐμοὶ μάλα παῦρα δόσαν καὶ οἰκί᾿ ἔνειμαν. απ᾿ τ᾿ αγαθά του λίγα μου 'δωκαν κι ένα μονάχα σπίτι.
ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολυκλήρων ἀνθρώπων Κι όμως την κόρη εγώ παντρεύτηκα τρανών νοικοκυραίων
εἵνεκ᾿ ἐμῆς ἀρετῆς, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιος ἦα για την αξιά μου᾿ φυγοπόλεμος κι ανούφελος δεν ήμουν
οὐδὲ φυγοπτόλεμος: νῦν δ᾿ ἤδη πάντα λέλοιπεν μαθές καθόλου᾿ κι όμως χάθηκαν τα πάντα πια για μένα!
ἀλλ᾿ ἔμπης καλάμην γέ σ᾿ ὀί̈ομαι εἰσορόωντα Μα εσύ θαρρώ πως κι έτσι, βλέποντας την καλαμιά, θα νιώσεις
215 ποιος ήμουν άλλοτε, τα βάσανα προτού πλακώσουν πλήθια.
γιγνώσκειν: ἦ γάρ με δύη ἔχει ἤλιθα πολλή. Ο Άρης μαθές κουράγιο μου 'δινε περίσσιο κι η Παλλάδα
ἦ μὲν δὴ θάρσος μοι Ἄρης τ᾿ ἔδοσαν καὶ Ἀθήνη και τσάκιζα στρατούς᾿ κι ως διάλεγα, καρτέρι για να στήσω,
καὶ ῥηξηνορίην: ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε τους πιο αντρειανούς, για τους αντίμαχους κακά στο νου
ἄνδρας ἀριστῆας, κακὰ δυσμενέεσσι φυτεύων, κλωσώντας,
οὔ ποτέ μοι θάνατον προτιόσσετο θυμὸς ἀγήνωρ,
το θάνατο η καρδιά μου η πέρφανη ποτέ της δε φοβόταν.
220 ἀλλὰ πολὺ πρώτιστος ἐπάλμενος ἔγχει ἕλεσκον Πρώτος μπροστά χιμώντας έριχνα με το κοντάρι κάτω
ἀνδρῶν δυσμενέων ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν. όποιον αντίμαχο τα πόδια μου πρόφταιναν, ως δρομούσε.
τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ: ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν Τέτοιαν αξιά είχα εγώ στον πόλεμο΄ τη γη δεν τη γνοιαζόμουν
οὐδ᾿ οἰκωφελίη, ἥ τε τρέφει ἀγλαὰ τέκνα, κι ουδέ το σπίτι, που προκόβοντας τρανά παιδιά ανασταίνει'
ἀλλά μοι αἰεὶ νῆες ἐπήρετμοι φίλαι ἦσαν εμένα ο νους μου πάντα στ᾿ άρμενα και στα κουπιά γυρνούσε
225 καὶ πόλεμοι καὶ ἄκοντες ἐύ̈ξεστοι καὶ ὀϊστοί, και στους πολέμους, στα καλόξυστα κοντάρια, στις σαγίτες,
λυγρά, τά τ᾿ ἄλλοισίν γε καταριγηλὰ πέλονται. που ειν᾿ όλο αγριότη και θωρώντας τα τα τρέμουν οι άλλοι
αὐτὰρ ἐμοὶ τὰ φίλ᾿ ἔσκε τά που θεὸς ἐν φρεσὶ ανθρώποι.
θῆκεν: Αυτά ο θεός ωστόσο μου 'βαζε στα φρένα, αυτά μου άρεσαν
ἄλλος γάρ τ᾿ ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις. κάθε άνθρωπος και με άλλη χαίρεται μαθές δουλειά στον κόσμο.
πρὶν μὲν γὰρ Τροίης ἐπιβήμεναι υἷας Ἀχαιῶν Των Αχαιών οι γιοι το πόδι τους δεν είχαν βάλει ακόμα
230 εἰνάκις ἀνδράσιν ἦρξα καὶ ὠκυπόροισι νέεσσιν στην Τροία, κι εννιά φορές κυβέρνησα στρατούς και πλοία, να πάμε
ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, καί μοι μάλα τύγχανε μακριά σε αλλόξενους αντίμαχους, κι ήταν πολλά τα κούρσα.
πολλά. Ατός μου περίσσα εξεδιάλεγα, και μου 'δινε κι ο κλήρος
τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα, πολλὰ δ᾿ ὀπίσσω κι άλλα πολλά᾿ σε λίγο επλούτυνε το σπίτι μου, κι ο κόσμος
λάγχανον: αἶψα δὲ οἶκος ὀφέλλετο, καί ῥα ἔπειτα στην Κρήτη πήρε να με σέβεται, να νιώθει φόβο ομπρός μου.
δεινός τ᾿ αἰδοῖός τε μετὰ Κρήτεσσι τετύγμην.
235 ἡ«ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τήν γε στυγερὴν ὁδὸν εὐρύοπα Ζεὺς Μα ως τούτη τη στρατιά αποφάσισεν ο Δίας ο μακροβίγλης,
ἐφράσαθ᾿, ἣ πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ᾿ ἔλυσε, τη μισητή, που τόσων έλυσε παλικαριών τα γόνα,
δὴ τότ᾿ ἔμ᾿ ἤνωγον καὶ ἀγακλυτὸν Ἰδομενῆα τον ξακουσμένο επήραν κι έσπρωχναν Ιδομενέα και μένα
νήεσσ᾿ ἡγήσασθαι ἐς Ἴλιον: οὐδέ τι μῆχος στην Τροία τα πλοία να κυβερνήσουμε. Για ν᾿ αρνηθούμε τρόπος'
ἦεν ἀνήνασθαι, χαλεπὴ δ᾿ ἔχε δήμου φῆμις. δεν ήταν η βαριά μας τρόμαζε καταλαλιά του κόσμου.
240 ἔνθα μὲν εἰνάετες πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν, Των Αχαιών οι γιοί παλεύαμε χρόνους εννιά κει πέρα᾿
τῷ δεκάτῳ δὲ πόλιν Πριάμου πέρσαντες ἔβημεν στους δέκα, του Πριάμου ως πήραμε το κάστρο, ξεκινούμε,
οἴκαδε σὺν νήεσσι, θεὸς δ᾿ ἐκέδασσεν Ἀχαιούς. μα ένας θεός ανεμοσκόρπισε τ᾿ αργίτικα καράβια.
αὐτὰρ ἐμοὶ δειλῷ κακὰ μήδετο μητίετα Ζεύς: Για μένα βάσανα ο βαθύγνωμρς ο Δίας στοχάστηκε άλλα,
μῆνα γὰρ οἶον ἔμεινα τεταρπόμενος τεκέεσσιν του άμοιρου, τι ένα μήνα χάρηκα μονάχα τα παιδιά μου
245 κουριδίῃ τ᾿ ἀλόχῳ καὶ κτήμασιν: αὐτὰρ ἔπειτα και τ᾿ αγαθά μου και το ταίρι μου᾿ στους δυο η καρδιά μου ξάφνου
Αἴγυπτόνδε με θυμὸς ἀνώγει ναυτίλλεσθαι, καράβια ν᾿ αρματώσω μ᾿ έσπρωξε, για ν᾿ αρμενίσω αλάργα
νῆας ἐὺ̈ στείλαντα σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισιν. με τους ισόθεους τους συντρόφους μου, στης Αίγυπτος τα μέρη.
ἐννέα νῆας στεῖλα, θοῶς δ᾿ ἐσαγείρατο λαός. Εννιά καράβια πρώτα αρμάτωσα και βρήκα τσούρμο αμέσως"
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι έξι μερόνυχτα ξεφάντωναν οι γκαρδιακοί συντρόφοι,