Page 171 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 171
170
ἀλλ᾿ ἄλλως κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται ποιόν να πιστέψει πια η γυναίκα του κι ο γιος του αλήθεια τώρα; —
που τους φορτώνουν όλο ψέματα! Το μόνο οι στρατοκόποι
125 ψεύδοντ᾿, οὐδ᾿ ἐθέλουσιν ἀληθέα μυθήσασθαι. που θέλουν είναι να 'βρουν πόρεψη, δε λένε την αλήθεια.
ὃς δέ κ᾿ ἀλητεύων Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται, Όποιος κι αν φτάσει, γυροφέρνοντας τον κόσμο, στην Ιθάκη,
ἐλθὼν ἐς δέσποιναν ἐμὴν ἀπατήλια βάζει: πάει στην κυρά μου κι όσες του 'ρχονται ψευτιές της αραδιάζει.
ἡ δ᾿ εὖ δεξαμένη φιλέει καὶ ἕκαστα μεταλλᾷ, Κι εκείνη τον φιλεύει απλόχερα και τον ρωτάει τα πάντα,
καί οἱ ὀδυρομένῃ βλεφάρων ἄπο δάκρυα πίπτει, κι από τα βλέφαρα, όπως μύρεται, τα δάκρυα ξεχειλούνε,
130 ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, ἐπὴν πόσις ἄλλοθ᾿ ὄληται. συνήθιο ως το 'χουν όσες έχασαν τον άντρα τους στα ξένα.
αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο. Εύκολα, γέροντα, θα σκάρωνες και συ το παραμύθι,
εἴ τίς τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δοίη. για να ντυθείς, κανείς αν σου 'δινε χλαμύδα και χιτώνα.
τοῦ δ᾿ ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ᾿ οἰωνοὶ Μα εκείνου σίγουρα τα κόκαλα τα 'χουν γυμνώσει οι σκύλοι
ῥινὸν ἀπ᾿ ὀστεόφιν ἐρύσαι, ψυχὴ δὲ λέλοιπεν: και τα όρνια τα γοργά απ᾿ τις σάρκες τους, πια στη ζωή δεν είναι.
135 ἢ τόν γ᾿ ἐν πόντῳ φάγον ἰχθύες, ὀστέα δ᾿ αὐτοῦ Μπορεί τα ψάρια να τον έφαγαν στα κύματα, και τώρα
κεῖται ἐπ᾿ ἠπείρου ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ. του κρύβει ένας γιαλός τα κόκαλα, χωμένα μες στον άμμο.
ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾿ ἀπόλωλε, φίλοισι δὲ κήδε᾿ ὀπίσσω Εκείνος έτσι εχάθη, κι᾿ έμεινε στους φίλους ο καημός του,
πᾶσιν, ἐμοὶ δὲ μάλιστα, τετεύχαται: οὐ γὰρ ἔτ᾿ σε όλους, σε μένα ωστόσο πιότερο, τι εγώ ποτέ κανέναν
ἄλλον δε θα 'βρω αφέντη πιο καλόκαρδο, τον κόσμο κι αν γυρίσω,
ἤπιον ὧδε ἄνακτα κιχήσομαι, ὁππόσ᾿ ἐπέλθω,
140 οὐδ᾿ εἴ κεν πατρὸς καὶ μητέρος αὖτις ἵκωμαι στου κύρη ακόμα και στης μάνας μου να διάγερνα το σπίτι,
οἶκον, ὅθι πρῶτον γενόμην καί μ᾿ ἔτρεφον αὐτοί. εκεί το φως που πρωτοχάρηκα κι ατοί τους με ανάστησαν
οὐδέ νυ τῶν ἔτι τόσσον ὀδύρομαι, ἱέμενός περ μηδέ γι᾿ αυτούς πια τόσο μύρουμαι, κι ας λαχταρώ στη γη μου
ὀφθαλμοῖσιν ἰδέσθαι ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ: την πατρική γυρνώντας κάποτε να τους ξαναντικρίσω.
ἀλλά μ᾿ Ὀδυσσῆος πόθος αἴνυται οἰχομένοιο. Πιο του Οδυσσέα, που εχάθη φεύγοντας, με καίει η λαχτάρα, ξένε'
145 τὸν μὲν ἐγών, ὦ ξεῖνε, καὶ οὐ παρεόντ᾿ ὀνομάζειν και μόνο τ᾿ όνομά του ντρέπουμαι να βγάλω από το στόμα,
αἰδέομαι: πέρι γάρ μ᾿ ἐφίλει καὶ κήδετο θυμῷ: κι ας μη με ακούει᾿ πολύ με γνοιάζουνταν μαθές και με αγαπούσε'
ἀλλά μιν ἠθεῖον καλέω καὶ νόσφιν ἐόντα.» για μένα, ακόμα κι αν μας έλειψε, μένει ο ακριβός μου αφέντης»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος του απάντησε Οδυσσέας:
«ὦ φίλ᾿, ἐπειδὴ πάμπαν ἀναίνεαι, οὐδ᾿ ἔτι φῇσθα «Φίλε, αν εσύ το αρνιέσαι ολότελα και λες πως δε διαγέρνει
150 κεῖνον ἐλεύσεσθαι, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος: ποτέ του εκείνος, κι έχεις άπιστη καρδιά στα στήθη πάντα,
ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ, μα δεν πετώ κουβέντες άμυαλες κι εγώ, μον᾿ όρκο παίρνω:
ὡς νεῖται Ὀδυσεύς: εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω Πίσω ο Οδυσσέας θα 'ρθεί᾿ και δώσε μου τα συχαρίκια τότε,
αὐτίκ᾿, ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ᾿ ἵκηται: που θα τον δεις φτασμένο σπίτι του να μπαίνει — τότε μόνο
ἕσσαι με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά: με ρούχα να με ντύσεις όμορφα, χλαμύδα και χιτώνα.
155 πρὶν δέ κε, καὶ μάλα περ κεχρημένος, οὔ τι Πιό πριν, κι ας έχω ανάγκη, τίποτε δε θα δεχόμουν, όχι᾿
δεχοίμην. τι σαν τις πύλες του Άδη οχτρεύουμαι τον άνθρωπο που η φτώχια
ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀί̈δαο πύλῃσι τον βασανίζει κι όλο ψέματα μιλώντας αραδιάζει.
γίγνεται, ὃς πενίῃ εἴκων ἀπατήλια βάζει. Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλιάς η τάβλα
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν, ξενίη τε τράπεζα, και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
ἱστίη τ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω:
160 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω. πως όλα που θα πω απαράλλαχτα θα βγουν μιαν άκρη ως άλλη:
τοῦδ᾿ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾿ Δε θα γυρίσει χρόνος και θα δεις τον Οδυσσέα να φτάνει —
Ὀδυσσεύς. σ᾿ αυτού του φεγγαριού τη λίγωση, στην πιάση του καινούργιου —
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾿ ἱσταμένοιο, ξανά στο σπίτι του, κι εγδίκηση να παίρνει απ᾿ όσους τώρα
οἴκαδε νοστήσει, καὶ τίσεται ὅς τις ἐκείνου καταφρονούν εδώ το ταίρι του και τον παράξιο γιο του.»
ἐνθάδ᾿ ἀτιμάζει ἄλοχον καὶ φαίδιμον υἱόν.»