Page 175 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 175
174
ἔνθα παρ᾿ αὐτῷ μεῖνα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν. Ακέριος ένας χρόνος πέρασε που 'μεινα εκεί κοντά του᾿
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο όμως οι μέρες πια σα διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες
ἄψ περιτελλομένου ἔτεος καὶ ἐπήλυθον ὧραι, κι ο χρόνος γύρισε κι ήρθε άνοιξη ξανά στην πλάση, τότε
295 ἐς Λιβύην μ᾿ ἐπὶ νηὸς ἐέσσατο ποντοπόροιο στο πελαγόδρομο καράβι του για τη Λιβύα με πήρε,
ψεύδεα βουλεύσας, ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι, και με γελούσε, τάχα αντάμα του φορτίο θα κουβαλούσα,
κεῖθι δέ μ᾿ ὡς περάσειε καὶ ἄσπετον ὦνον ἕλοιτο. μα αλήθεια είχε στο νου πουλώντας με περίσσια να κερδίσει.
τῷ ἑπόμην ἐπὶ νηός, ὀϊόμενός περ, ἀνάγκῃ. Εγώ τι θα γενεί το μάντευα, μα ακλούθηξα απ᾿ ανάγκη᾿
ἡ δ᾿ ἔθεεν Βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ, και το άρμενο με πρίμο αρμένιζε βοριά᾿ δεξιά κι αλάργα
300 μέσσον ὑπὲρ Κρήτης: Ζεὺς δέ σφισι μήδετ᾿ χάραζε η Κρήτη᾿ ωστόσο θάνατο τους μελετούσε ο Δίας᾿
ὄλεθρον. τι πια την Κρήτη ως πίσω αφήκαμε κι ουδέ φαινόταν άλλη
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ Κρήτην μὲν ἐλείπομεν, οὐδέ τις ἄλλη στεριά τρογύρα, μόνο η θάλασσα τον ουρανό να σμίγει,
φαίνετο γαιάων, ἀλλ᾿ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα, στύλωσε πάνω απ᾿ το καράβι μας ο γιος του Κρόνου ξάφνου
δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων σύγνεφο μαύρο, που σκοτείνιασε το πέλαγο άκρη ως άκρη'
νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ᾿
αὐτῆς.
305 Ζεὺς δ᾿ ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηὶ̈ κεραυνόν: μαζί κι ο Δίας βροντάει και τ᾿ άρμενο χτυπά με αστροπελέκι,
ἡ δ᾿ ἐλελίχθη πᾶσα Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ, κι αυτό απ᾿ του Δία τ᾿ αστραποπέλεκο στρουφοτινάχτη ακέριο
ἐν δὲ θεείου πλῆτο: πέσον δ᾿ ἐκ νηὸς ἅπαντες. και θειάφι εμύρισε, κι ως πέσαμε μεμιάς απ᾿ το καράβι,
οἱ δὲ κορώνῃσιν ἴκελοι περὶ νῆα μέλαιναν ίδια κουρούνες οι άλλοι στ᾿ άρμενο τρογύρα παράδερναν
κύμασιν ἐμφορέοντο: θεὸς δ᾿ ἀποαίνυτο νόστον. στο κύμα, μα ο θεός τους έκοψε του γυρισμού τη στράτα.
310 αὐτὰρ ἐμοὶ Ζεὺς αὐτός, ἔχοντί περ ἄλγεα θυμῷ, Εμένα ο Δίας, καθώς δοκίμαζα τόσους καημούς, ατός του
ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηὸς κυανοπρῴροιο του γαλαζόπλωρου πλεούμενου το τρίψηλο κατάρτι
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν, ὅπως ἔτι πῆμα φύγοιμι. στα χέρια μου 'ριξε, το θάνατο για να ξεφύγω πάλε.
τῷ ῥα περιπλεχθεὶς φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν. Πιασμένος πάνω του παράδερνα μ᾿ ενάντιους τους ανέμους
ἐννῆμαρ φερόμην, δεκάτῃ δέ με νυκτὶ μελαίνῃ μέρες εννιά᾿ στις δέκα μ᾿ έριξε στων Θεσπρωτών τη χώρα
315 γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα κυλίνδον. κύμα μεγάλο, στρουφοκύλιστο, στη μαύρη μέσα νύχτα.
ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων Κει πέρα ο ξακουσμένος Φείδωνας, των Θεσπρωτών ο ρήγας,
ἥρως ἀπριάτην: τοῦ γὰρ φίλος υἱὸς ἐπελθὼν με δέχτη ως φίλος αξαγόραστα᾿ τι ως ήμουν δαμασμένος
αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον ἦγεν ἐς οἶκον, από την πάχνη και τον κάματο, με σήκωσεν ο γιος του
χειρὸς ἀναστήσας, ὄφρ᾿ ἵκετο δώματα πατρός: από το χέρι και στου κύρη του με πήγε το παλάτι,
320 ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν. και ρούχα να φορέσω μου᾿ δωκε, χλαμύδα και χιτώνα.
«ἔνθ᾿ Ὀδυσῆος ἐγὼ πυθόμην: κεῖνος γὰρ ἔφασκε Κει πέρα τ᾿ όνομα πρωτόπεσε στ᾿ αφτιά μου του Οδυσσέα᾿
ξεινίσαι ἠδὲ φιλῆσαι ἰόντ᾿ ἐς πατρίδα γαῖαν, τον είχε ο ρήγας, στην πατρίδα του καθώς γυρνούσε εκείνος,
καί μοι κτήματ᾿ ἔδειξεν ὅσα ξυναγείρατ᾿ Ὀδυσσεύς, φιλοκονέψει λέει᾿ και μου 'δειχνε το συναγμένο βιος του,
χαλκόν τε χρυσόν τε πολύκμητόν τε σίδηρον. χρυσάφι και χαλκό και σίδερο με κόπο δουλεμένο'
325 καί νύ ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾿ ἔτι βόσκοι: γενιές ακέριες δέκα θα 'φταναν να θρέψουν όλα τούτα᾿
τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος. τόσο μεγάλο βιος τον πρόσμενε στου ρήγα το παλάτι.
τὸν δ᾿ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο Προσώρας στη Δωδώνη, μου 'λεγε, βρισκόταν, για να πάρει
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι, βουλή απ᾿ το Δία, το δρυ του ακούγοντας τον ψηλοφουντωμένο,
ὅππως νοστήσει᾿ Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον μετά από τόσα χρόνια που 'λειψε, το πως θα γύρναε πίσω,
330 ἤδη δὴν ἀπεών, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν. κρυφά για φανερά, στα χώματα τα πλούσια της Ιθάκης.
ὤμοσε δὲ πρὸς ἔμ᾿ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ, Στον ίδιο εμένα ορκίστη, ως έκανε σπονδή στο αρχοντικό του,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους, πως είχαν ρίξει κιόλας τ᾿ άρμενο στο κύμα, κι οι σύντροφοι
οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν. πρόσμεναν έτοιμοι, στον τόπο του τον Οδυσσέα να πάνε.
ἀλλ᾿ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε: τύχησε γὰρ ἐρχομένη εμένα μ᾿ έστειλε πρωτύτερα, τι βρέθηκε καράβι