Page 180 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 180

179




                    κείμην ἀσπασίως, φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς.   πια ως που᾿ φεξεν η Αυγή η χρυσόθρονη, χαρούμενος κοιμόμουν.
                    ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη:   Νιος έτσι να 'μουν κι αξεθύμαστη τη δύναμη μου να 'χα,
                    δοίη κέν τις χλαῖναν ἐνὶ σταθμοῖσι συφορβῶν,   και κάποιος στο μαντρί θα μου 'δινε χοιροβοσκός μια κάπα,

               505  ἀμφότερον, φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἑῆος:   σ᾿ έτοιο αντρειωμένο την αγάπη του να δείξει και το σέβας.
                    νῦν δέ μ᾿ ἀτιμάζουσι κακὰ χροὶ̈ εἵματ᾿ ἔχοντα.»   Τώρα με τέτοια κουρελόρουχα και ποιος με λογαριάζει!»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
                    «ὦ γέρον, αἶνος μέν τοι ἀμύμων, ὃν κατέλεξας,   «Μιαν ιστορία μας είπες, γέροντα, χωρίς ψεγάδι αλήθεια,
                    οὐδέ τί πω παρὰ μοῖραν ἔπος νηκερδὲς ἔειπες:   κι ουτ᾿ ένας λόγος σου για αταίριαστος για δίχως όφελός σου.

               510  τῷ οὔτ᾿ ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,   Γι΄ αυτό και ρούχα θα σου δώσουμε κι ό,τι άλλο ακόμα, απ᾿ όσα
                    ὧν ἐπέοιχ᾿ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα,   θέλει ένας ξένος που κακόπαθε και φτάνει αναγκεμένος —
                    νῦν: ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις.   γι᾿ απόψε᾿ το πουρνό τυλίγεσαι και πάλε στα κουρέλια'
                    οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες   χιτώνες για αλλαξιά δεν έχουμε κι ουδέ περίσσιες κάπες,
                    ἐνθάδε ἕννυσθαι, μία δ᾿ οἴη φωτὶ ἑκάστῳ.   για να φορούμε έδώ᾿ καθένας μας μιαν έχει και τη βάζει.

               515  αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,   Μα του Οδυσσέα το γιο περίμενε! Μόλις διαγείρει εκείνος,
                    αὐτός τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δώσει,   και κάπα και χιτώνα μόνος του θα σου χαρίσει, κι όπου
                    πέμψει δ᾿ ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»   καρδιά και νους σε σπρώχνουν, πρόθυμα θα σε καλοστρατίσει.»
                    «ὣς εἰπὼν ἀνόρουσε, τίθει δ᾿ ἄρα οἱ πυρὸς ἐγγὺς   Σαν είπε αυτά, πετάχτη κι άρχισε πλάι στη φωτιά να στρώνει,
                    εὐνήν, ἐν δ᾿ ὀί̈ων τε καὶ αἰγῶν δέρματ᾿ ἔβαλλεν.   τομάρια απανωτά σωριάζοντας αρνίσια και γιδίσια᾿

               520  ἔνθ᾿ Ὀδυσεὺς κατέλεκτ': ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν   κι ως πλάγιασε ο Οδυσσέας, τον σκέπασε, μια κάπα ρίχνοντας του
                    αὐτῷ                                 χοντρή, μεγάλη, που τη φύλαγε μαθές να μεταλλάζει,
                    πυκνὴν καὶ μεγάλην, ἥ οἱ παρεκέσκετ᾿ ἀμοιβάς,   για να 'χει να φορεί, σαν πλάκωνε πολύ βαρύς χειμώνας.
                    ἕννυσθαι ὅτε τις χειμὼν ἔκπαγλος ὄροιτο.   Έτσι ο Οδυσσέας εκεί κοιμήθηκε, κι οι νιοί βοσκοί κοντά του
                    «ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾿ Ὀδυσεὺς κοιμήσατο, τοὶ δὲ παρ᾿   κοιμόνταν όμως δεν το θέλησε μαζί τους να πλαγιάσει
                    αὐτὸν
                    ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι: οὐδὲ συβώτῃ

               525  ἥνδανεν αὐτόθι κοῖτος, ὑῶν ἄπο κοιμηθῆναι,   ο θείος χοιροβοσκός, αφήνοντας αφύλαχτους τους χοίρους.
                    ἀλλ᾿ ὅ γ᾿ ἄρ᾿ ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο: χαῖρε δ᾿   Όξω λοιπόν να βγει αρματώνουνταν, και χάρηκε ο Οδυσσέας,
                    Ὀδυσσεύς,                            που τόσο για το βιος του εγνοιάζουνταν, κι ας τον θαρρούσε
                    ὅττι ῥά οἱ βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος.   αλάργα.
                    πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ᾿   Στους στέριους ώμους πρώτα πέρασε το κοφτερό σπαθί του,
                    ὤμοις,                               κάπα πολύ χοντρή, απ᾿ τον άνεμο να τον φυλάει, τυλιχτή,
                    ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἑέσσατ᾿ ἀλεξάνεμον, μάλα
                    πυκνήν,

               530  ἂν δὲ νάκην ἕλετ᾿ αἰγὸς ἐϋτρεφέος μεγάλοιο,   τομάρι ακόμα γίδας σήκωσε τρανής, καλοθρεμμένης,
                    εἵλετο δ᾿ ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν.  και κοφτερό κοντάρι παίρνοντας, σκυλιά μακριά κι ανθρώπους
                    βῆ δ᾿ ἴμεναι κείων ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες   να διώχνει, για το βράχο εκίνησε, που οι χοίροι οι άσπροδοντάτοι,
                    πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον, Βορέω ὑπ᾿ ἰωγῇ.   απ᾿ το βοριά για ν᾿ απαγγειάζουνε, κοιμούνταν κάτωθέ του.
   175   176   177   178   179   180   181   182   183   184   185