Page 185 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 185
184
170 ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποκρίναιτο νοήσας. πως το σημάδι θα ξεδιάλυνε σωστά και μυαλωμένα᾿
τὸν δ᾿ Ἑλένη τανύπεπλος ὑποφθαμένη φάτο μῦθον: όμως η Ελένη προλαβαίνοντας τους λέει η μακρομαντούσα:
«κλῦτέ μευ: αὐτὰρ ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ «Θα το διαλύνω εγώ κι ακουστέ με, τι οι αθάνατοι μου δίνουν
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀί̈ω. την ώρα αυτή στα φρένα φώτιση, κι αυτό θαρρώ θα γένει:
ὡς ὅδε χῆν᾿ ἥρπαξ᾿ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Απ᾿ το βουνό όπως τούτος έφτασεν, ούθε γενιά και φύτρα
175 ἐλθὼν ἐξ ὄρεος, ὅθι οἱ γενεή τε τόκος τε, κρατάει, τη χήνα, εμείς που θρέψαμε, ν᾿ αρπάξει απ᾿ την αυλή μας,
ὣς Ὀδυσεὺς κακὰ πολλὰ παθὼν καὶ πόλλ᾿ όμοια ο Οδυσσέας, αφού παράδειρε και τυραννήθη τόσο,
ἐπαληθεὶς πίσω θα᾿ ρθει να πάρει εγδίκηση᾿ μπορεί και να 'ναι κιόλας
οἴκαδε νοστήσει καὶ τίσεται: ἠὲ καὶ ἤδη στο σπίτι του, στο νου του κλώθοντας κακά για τους μνηστήρες.»
οἴκοι, ἀτὰρ μνηστῆρσι κακὸν πάντεσσι φυτεύει.» Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
ἦ τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
180 «οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης: «Της Ήρας ο άντρας ο βαρύβροντος αν τα τελέψει τούτα,
τῷ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην.» σα σε θεά θα σου προσεύχουμαι κει πέρα στο νησί μου.»
ἦ καὶ ἐφ᾿ ἵπποιϊν μάστιν βάλεν: οἱ δὲ μάλ᾿ ὦκα Είπε και τ᾿ άλογα μαστίγωσε᾿ κι εκείνα ξεκινώντας
ἤϊξαν πεδίονδε διὰ πτόλιος μεμαῶτες. την πολιτεία διάβηκαν γρήγορα και χύθηκαν στον κάμπο,
οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες. και το ζυγό τα δυο ζερβόδεξα κουνούσαν όλη μέρα.
185 δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί: Κι ο ήλιος ως πήρε και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι,
ἐς Φηρὰς δ᾿ ἵκοντο Διοκλῆος ποτὶ δῶμα, φτασμένοι στη Φηρή βρεθήκανε, μπρος στου Διοκλή το σπίτι,
υἱέος Ὀρτιλόχοιο, τὸν Ἀλφειὸς τέκε παῖδα. που ήταν ο γιος του ρήγα Ορτίλοχου και του Αλφειού τ᾿ αγγόνι.
ἔνθα δὲ νύκτ᾿ ἄεσαν ὁ δὲ τοῖς πὰρ ξείνια θῆκεν. Αυτός εκεί τους καλοσκάμνισε και πέρασαν τη νύχτα.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτιλάτη,
190 ἵππους τε ζεύγνυντ᾿ ἀνά θ᾿ ἅρματα ποικίλ᾿ ἔβαινον, ζέψαν τ᾿ αλόγατα κι ανέβηκαν στο πλουμισμένο αμάξι
ἐκ δ᾿ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου: και βγήκαν όξω απ᾿ την αυλόπορτα και το βουερά χαγιάτι.
μάστιξεν δ᾿ ἐλάαν, τὼ δ᾿ οὐκ ἄκοντε πετέσθην. Δίνει βιτσιά να φύγουν τ᾿ άλογα, κι αυτά, γοργά ως πετούσαν,
αἶψα δ᾿ ἔπειθ᾿ ἵκοντο Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον: στης Πύλος φτάσαν δίχως άργητα το απόγκρεμο το κάστρο.
καὶ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν: Τότε ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το γιο γυρνώντας είπε:
195 «Νεστορίδη, πῶς κέν μοι ὑποσχόμενος τελέσειας «Θες να μου τάξεις, γιε του Νέστορα, πως ό,τι πω θα κάνεις;
μῦθον ἐμόν; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ᾿ εἶναι Η αγάπη που 'χαν οι πατέρες μας μας έχει σμίξει ως φίλους
ἐκ πατέρων φιλότητος, ἀτὰρ καὶ ὁμήλικές εἰμεν: αποξαρχης, καμάρι το 'χουμε᾿ μα η στράτα αυτή πιο ακόμα
ἥδε δ᾿ ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει. — είμαστε δα και συνομήλικοι — θα δέσει τη φιλιά μας.
μή με παρὲξ ἄγε νῆα, διοτρεφές, ἀλλὰ λίπ᾿ αὐτοῦ, Παράτα με εδώ πέρα, τ᾿ άρμενο μην προσπερνάς, καλέ μου'
200 μή μ᾿ ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ μπορεί να με κρατήσει ο γέροντας, να με φιλοκονέψει
ἱέμενος φιλέειν: ἐμὲ δὲ χρεὼ θᾶσσον ἱκέσθαι.» αθέλητα μου᾿ κι όμως γρήγορα να φτάσω ανάγκη πάσα.»
«ὣς φάτο, Νεστορίδης δ᾿ ἄρ᾿ ἑῷ συμφράσσατο Σαν είπε τούτα, ο γιος του Νέστορα στα φρένα του εστοχάστη
θυμῷ, μια τέτοια χάρη πως απάνω του να πάρει να τελέψει.
ὅππως οἱ κατὰ μοῖραν ὑποσχόμενος τελέσειεν. Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι:
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι:
205 Τ᾿ άτια στο γρήγορο πλεούμενο και στο ακρογιάλι στρέφει,
στρέψ᾿ ἵππους ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης,
τα δώρα βγάζει τα περίλαμπρα που 'χε ο Μενέλαος δώσει
νηὶ̈ δ᾿ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα,
ἐσθῆτα χρυσόν τε, τά οἱ Μενέλαος ἔδωκε: — μάλαμα, ρούχα — κι ακουμπώντας τα στης πρύμνας την
κουβέρτα
καί μιν ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: λόγια του μίλησε ανεμάρπαστα, να φύγει σπρώχνοντας τον:
«σπουδῇ νῦν ἀνάβαινε κέλευέ τε πάντας ἑταίρους,
«Ανέβα γρήγορα και φώναξε ν᾿ ανέβουν κι οι σύντροφοι,
210 πρὶν ἐμὲ οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι ἀπαγγεῖλαί τε γέροντι. πριχού διαγείρω εγώ στο σπίτι μας κι ο γέροντας το μάθει᾿
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν: τι εγώ στο νου μου και στα φρένα μου το ξέρω, δε σε αφήνει!