Page 188 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 188

187




                    ἠδὲ παρ᾿ Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.   περνώντας απ᾿ τη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα.
                    ἔνθεν δ᾿ αὖ νήσοισιν ἐπιπροέηκε θοῇσιν,   Πλώρη μετά για τ᾿ Αγκαθόνησα συλλογισμένος βάζει,

               300  ὁρμαίνων ἤ κεν θάνατον φύγοι ἦ κεν ἁλώῃ.   τάχα θα γλίτωνε για θα 'πεφτε στα βρόχια του θανάτου;
                    τὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐν κλισίῃ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς   Δειπνούσε ωστόσο ο θείος χοιροβοσκός με τον τρανό Οδυσσέα
                    δορπείτην: παρὰ δέ σφιν ἐδόρπεον ἀνέρες ἄλλοι.   μες στο καλύβι, κι όλοι οι επίλοιποι βοσκοί μαζί εδειπνούσαν.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,   Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
                    τοῖς δ᾿ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,   είπε ο Οδυσσέας, τον Εύμαιο θέλοντας να δοκιμάσει, ακόμα

               305  ἤ μιν ἔτ᾿ ἐνδυκέως φιλέοι μεῖναί τε κελεύοι   με την καρδιά του αν θα τον γνοιάζουνταν και θά'λεγε να μείνει
                    αὐτοῦ ἐνὶ σταθμῷ, ἦ ὀτρύνειε πόλινδε:«κέκλυθι νῦν,   στη μάντρα εκεί για αν θα τον έσπρωχνε στη χώρα να κατέβει:
                    Εὔμαιε, καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι:      «Εύμαιε και σεις σύντροφοι επίλοιποι, για ακούτε με όλοι τώρα'
                    ἠῶθεν προτὶ ἄστυ λιλαίομαι ἀπονέεσθαι   αύριο πουρνό στη χώρα θα 'θελα να πάω να διακονέψω,
                    πτωχεύσων, ἵνα μή σε κατατρύχω καὶ ἑταίρους.   σε σένα βάρος να μη γίνουμαι κι ουδέ στους συντρόφους σου.

               310  ἀλλά μοι εὖ θ᾿ ὑπόθευ καὶ ἅμ᾿ ἡγεμόν᾿ ἐσθλὸν   Όμως αρμήνεψέ με, δώσε μου κι άξιο οδηγό, στη χώρα
                    ὄπασσον                                για να με πάει᾿ κι εκεί τους δρόμους της θέλω, δε θέλω μόνος
                    ὅς κέ με κεῖσ᾿ ἀγάγῃ: κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ   θα πάρω, κάποιος αν θα μου 'δινε ψωμί, κρασί μια κούπα.
                    πλάγξομαι, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.   Και στου θεϊκού Οδυσσέα να πήγαινα το αρχοντικό, μπορούσα
                    καί κ᾿ ἐλθὼν πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο   στην Πηνελόπη τα μαντάτα του να πω τη μυαλωμένη.
                    ἀγγελίην εἴποιμι περίφρονι Πηνελοπείῃ,

               315  καί κε μνηστήρεσσιν ὑπερφιάλοισι μιγείην,   Και με τους πέρφανους αν έσμιγα μνηστήρες, να χάριζαν
                    εἴ μοι δεῖπνον δοῖεν ὀνείατα μυρί᾿ ἔχοντες.   μπορεί και μένα από τ᾿ αρίφνητα που χαίρουνται ξαρέσια᾿
                    αἶψά κεν εὖ δρώοιμι μετὰ σφίσιν ἅσσ᾿ ἐθέλοιεν.   τι θα τους δούλευα κι ό,τι ήθελαν, σε μια στιγμή θα το 'χαν.
                    ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον:   Να σου το πω, και συ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσε μου:
                    Ἑρμείαο ἕκητι διακτόρου, ὅς ῥά τε πάντων   Απ᾿ του θεού του Ερμή το θέλημα του ψυχοπερατάρη,

               320  ἀνθρώπων ἔργοισι χάριν καὶ κῦδος ὀπάζει,   που στων ανθρώπων όλων τις δουλειές τιμή και χάρη δίνει,
                    δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος,   να με περνάει κανείς δε βρίσκεται στην αξιοσύνη εμένα᾿
                    πῦρ τ᾿ εὖ νηῆσαι διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι,   φωτιά να στήσω και ξερόξυλα να σκίσω, να λιανίσω
                    δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι,   το κρέας και να το ψήσω, πρόθυμα στην τάβλα να κεράσω —
                    οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες.»   όλα όσα κάνουν οι αχαμνότεροι μαθές στους αφεντάδες.»

               325  τὸν δὲ μέγ᾿ ὀχθήσας προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Εύμαιε, και συ πολύ συχύστηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
                    «ὤ μοι, ξεῖνε, τίη τοι ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα   «Ωχού μου, ξένε, πως την έβαλες τέτοια βουλή στο νου σου;
                    ἔπλετο; ἦ σύ γε πάγχυ λιλαίεαι αὐτόθ᾿ ὀλέσθαι.   Αλήθεια, μην εκεί λαχτάρησες να βρεις το χαλασμό σου,
                    εἰ δὴ μνηστήρων ἐθέλεις καταδῦναι ὅμιλον,   με τους μνηστήρες που πεθύμησες να μπλέξεις; — κι έχει φτάσει
                    τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει.   η αδιαντροπιά κι η κακοσύνη τους στα σιδερένια ουράνια!

               330  οὔ τοι τοιοίδ᾿ εἰσὶν ὑποδρηστῆρες ἐκείνων,   Παραστεκάμενους στα χρόνια σου δε θένε εκείνοι να 'χουν
                    ἀλλὰ νέοι, χλαίνας εὖ εἱμένοι ἠδὲ χιτῶνας,   καλοντυμένους έχουν νιούτσικους, με κάπα, με χιτώνα,
                    αἰεὶ δὲ λιπαροὶ κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα,   με μυρωμένα τα κεφάλια τους και τα ώρια πρόσωπα τους
                    οἵ σφιν ὑποδρώωσιν: ἐύ̈ξεστοι δὲ τράπεζαι   να παραστέκουν τα τραπέζια τους τα καλοτορνεμένα
                    σίτου καὶ κρειῶν ἠδ᾿ οἴνου βεβρίθασιν.   ψωμιά, κρασιά και κρέατα ξέχειλα τους καρτερούν να φάνε.

               335  ἀλλὰ μέν': οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι,   Μένε λοιπόν εδώ, κανένας μας μαζί σου δε θυμώνει,
                    οὔτ᾿ ἐγὼ οὔτε τις ἄλλος ἑταίρων, οἵ μοι ἔασιν.   εγώ όχι, μήτε κι άλλος σύντροφος, απ᾿ όσους μου δουλεύουν.
                    αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,   Μα του Οδυσσέα το γιο περίμενε! Μόλις διαγείρει εκείνος,
                    κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσει,   και κάπα και χιτώνα μόνος του θα σου χαρίσει, κι όπου
                    πέμψει δ᾿ ὅππη σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»    καρδιά και νους σε σπρώχνουν, πρόθυμα θα σε καλοστρατίσει..»

               340  τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:   Και τότε ο αρχοντικός, πολύπαθος του απάντησε Οδυσσέας:
   183   184   185   186   187   188   189   190   191   192   193