Page 192 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 192
191
οἱ μὲν ἄρ᾿ ἐς θῶκον πρόμολον, δήμοιό τε φῆμιν, κι ως είχαν φύγει για τη σύναξη και τη γεροντική τους,
ἡ δ᾿ αἶψα τρί᾿ ἄλεισα κατακρύψασ᾿ ὑπὸ κόλπῳ με βιάση εκείνη πήρε κι έκρυψε στον κόρφο της τρεις κούπες
470 ἔκφερεν: αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀεσιφροσύνῃσι. κι έξω τις έβγαλε, κι ακλούθηξα κι εγώ στην ξαστοχιά μου.
δύσετό τ᾿ ἠέλιος, σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί: Και πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι,
ἡμεῖς δ᾿ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν ὦκα κιόντες, κι εμείς οι δυο τρεχάτοι φτάσαμε στο ξακουστό λιμάνι,
ἔνθ᾿ ἄρα Φοινίκων ἀνδρῶν ἦν ὠκύαλος νηῦς. κει που άραζε το γοργοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα, Κι ως μας ανέβασαν κι ανέβηκαν κι αυτοί, με πρίμο αγέρα
475 νὼ ἀναβησάμενοι: ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν. σταλμένο από το Δία στης θάλασσας αρμένιζαν τις στράτες.
ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ: Μέρες κρατούσεν έξι ο δρόμος μας ακέριες, νύχτα μέρα,
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων, μα στις εφτά, τη νέα σαν έφερε του Κρόνου ο γιός ημέρα,
τὴν μὲν ἔπειτα γυναῖκα βάλ᾿ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα, σκοτώνει τη γυναίκα, ρίχνοντας, η Αρτέμιδα η δοξεύτρα,
ἄντλῳ δ᾿ ἐνδούπησε πεσοῦσ᾿ ὡς εἰναλίη κήξ. κι εκείνη στου αμπαριού τ᾿ απόνερα γκρεμίστη, σαν το γλάρο.
480 καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι Αυτήν στη θάλασσα την πέταξαν, οι φώκιες και τα ψάρια
ἔκβαλον: αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ: για να τη φαν, και μένα μ᾿ αφηκαν μονάχο στον καημό μου.
τοὺς δ᾿ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ, Κι ως στην Ιθάκη τους κουβάλησαν τα κύματα κι οι άνεμοι,
ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν. απ᾿ τα δικά του πλούτη δίνοντας με αγόρασε ο Λαέρτης.
οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσι.» Τ᾿ άκουσες τώρα πως τα μάτια μου τον τόπο αυτό αντίκρισαν.»
485 τὸν δ᾿ αὖ διογενὴς Ὀδυσεὺς ἠμείβετο μύθῳ: Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος του απηλογήθη κι είπε:
«Εὔμαι᾿, ἦ μάλα δή μοι ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ὄρινας «Εύμαιε, στα στήθη πως ξεσήκωσες αλήθεια την καρδιά μου,
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἄλγεα θυμῷ. τις συφορές ανιστορώντας μου μια μια που σου 'χουν λάχει!
ἀλλ᾿ ἦ τοι σοὶ μὲν παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκε Μα ο Δίας κι ένα καλό σου εχάρισε κοντά στα βάσανά σου,
Ζεύς, ἐπεὶ ἀνδρὸς δώματ᾿ ἀφίκεο πολλὰ μογήσας τι ο αφέντης που σε πήρε σπίτι του μετά από τόσα πάθη
490 ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε είναι καλός και να 'χεις γνοιάζεται φαγί, κρασί, όσο θέλεις,
ἐνδυκέως, ζώεις δ᾿ ἀγαθὸν βίον: αὐτὰρ ἐγώ γε κι είναι καλή η ζωή που χαίρεσαι᾿ μα εγώ σε πολιτείες
πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾿ ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνω.» πολλές εδώ κι εκεί παράδειρα, στα μέρη σας πριν φτάσω.»
ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις, Σαν είπαν τούτα συναλλήλως τους, απόγειραν στον ύπνο,
κίρκος, Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος: ἐν δὲ πόδεσσι όχι πολληώρα, τι η καλόθρονη πρόβαλε Αυγή σε λίγο.
495 τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Του Τηλεμάχου ωστόσο οι σύντροφοι, φτασμένοι στο νησί τους,
μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο. μαϊνάραν τα πανιά και πλάγιασαν με βιάση το κατάρτι,
τὸν δὲ Θεοκλύμενος ἑτάρων ἀπονόσφι καλέσσας και τα κουπιά στα χέρια παίρνοντας στο αραξοβόλι έφτασαν.
αἶψα γὰρ Ἠὼς ἦλθεν ἐύ̈θρονος. οἱ δ᾿ ἐπὶ χέρσου Όξω πετούν τις αγκυρόπετρες και την πρυμάτσα δένουν,
Τηλεμάχου ἕταροι λύον ἱστία, κὰδ δ᾿ ἕλον ἱστὸν όξω πηδούν κι αυτοί στο ακρόγιαλο, και πήραν να συντάζουν
500 καρπαλίμως, τὴν δ᾿ εἰς ὅρμον προέρυσσαν ἐρετμοῖς: γοργά το γιόμα και φλογόμαυρο κρασί να συγκερνούνε.
ἐκ δ᾿ εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔδησαν: Kαι σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης, κίνησε πρώτος ο Τηλέμαχος ο γνωστικός το λόγο:
δεῖπνόν τ᾿ ἐντύνοντο κερῶντό τε αἴθοπα οἶνον. «Εσείς να πάτε τώρα λάμνοντας στο κάστρο το καράβι,
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, κι ωστόσο εγώ για τα χωράφια μας κινώ και τους βοσκούς μας,
505 τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἤρχετο μύθων: κι ως δω τα χτήματα μου, σούρουπο θα κατεβώ στη χώρα.
«ὑμεῖς μὲν νῦν ἄστυδ᾿ ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν, Και ξημερώνοντας για αντίμεμα του ταξιδιού θα στρώσω τραπέζι,
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας: κρέατα και γλυκόπιοτο κρασί, να καλοφατε.»
ἑσπέριος δ᾿ εἰς ἄστυ ἰδὼν ἐμὰ ἔργα κάτειμι. Και του 'πε τότε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην, «Κι εγώ, παιδί μου, που, για λέγε μου, να πάω; σε τίνος σπίτι
510 δαῖτ᾿ ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου ἡδυπότοιο.» να σύρω, απ᾿ όσους την πετρόχαρη τρογύρα Ιθάκη ορίζουν;
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής: Για και να πάω γραμμή στη μάνα σου και στο δικό σου σπίτι;»