Page 195 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 195

194





                                                   ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -π-



               -    Ἀτὼ δ᾿ αὖτ᾿ ἐν κλισίῃ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς   Οι δυο τους, ο Οδυσσέας, χαράματα, κι ο θείος χοιροβοσκός του
               16-   ἐντύνοντο ἄριστον ἅμ᾿ ἠοῖ, κηαμένω πῦρ,   φωτιά μες στο καλύβι ως άναψαν, το γιόμα τους συντάζαν
                    ἔκπεμψάν τε νομῆας ἅμ᾿ ἀγρομένοισι σύεσσι:   οι άλλοι βοσκοί είχαν φύγει, βγαίνοντας τους χοίρους να βοσκήσουν.
                    Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι,   Μα τα σκυλιά τα γαυγισιάρικα δε γαύγιζαν, μονάχα,
               5                                          θωρώντας μπρος τους τον Τηλέμαχο, κουνούσαν τις ουρές τους.
                    οὐδ᾿ ὕλαον προσιόντα. νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς   Το πρόσεξε ο Οδυσσέας κι ως του 'φτάσε στ᾿ αφτιά και ποδολάτι,
                    σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖϊν.   γυρνάει στον Εύμαιο κι ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
                    αἶψα δ᾿ ἄρ᾿ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   «Εύμαιε, θα ιδείς απ᾿ τους συντρόφους σου να φτάνει τώρα
                    «Εὔμαι᾿, ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ᾿ ἑταῖρος   κάποιος,
                    ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν,
                                                          για και κανένας άλλος γνώριμος᾿ δεν αλιχτούν οι σκύλοι,

               10   ἀλλὰ περισσαίνουσι: ποδῶν δ᾿ ὑπὸ δοῦπον   μον᾿ τις ουρές κουνούν, και μου 'φτάσε στ᾿ αφτιά και ποδολάτι.»
                    ἀκούω.»                               Ακόμα εστέκουνταν ο λόγος του, σαν πρόβαλε στη θύρα
                    οὔ πω πᾶν εἴρητο ἔπος, ὅτε οἱ φίλος υἱὸς   ο ακριβογιός του, κι ο Εύμαιος τα 'χασε᾿ μεμιάς πετάχτη απάνω,
                    ἔστη ἐνὶ προθύροισι. ταφὼν δ᾿ ἀνόρουσε συβώτης,  κι από τα χέρια οι κούπες του 'πεσαν, που εκράτει ως συγκερνούσε
                    ἐκ δ᾿ ἄρα οἱ χειρῶν πέσον ἄγγεα, τοῖς ἐπονεῖτο,   κρασί φλογάτο᾿ τον αφέντη του γοργά να σμίξει τρέχει,
                    κιρνὰς αἴθοπα οἶνον. ὁ δ᾿ ἀντίος ἦλθεν ἄνακτος,

               15   κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλὰ   και στο κεφάλι τον εφίλησε, στα δυο πανώρια μάτια,
                    χεῖράς τ᾿ ἀμφοτέρας: θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ.   στα δυο τα χέρια, κι ασταμάτητα τα κλάματα τον πήραν.
                    ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα φίλα φρονέων ἀγαπάζῃ   Ένας πατέρας την αγάπη του την τρυφερή πως δείχνει
                    ἐλθόντ᾿ ἐξ ἀπίης γαίης δεκάτῳ ἐνιαυτῷ,   στο γιο, απ᾿ τα ξένα ξάφνου που 'φτασε, στα δέκα χρόνια απάνω,
                    μοῦνον τηλύγετον, τῷ ἔπ᾿ ἄλγεα πολλὰ μογήσῃ,   μοναχογιός και μοσκανάθρεφτος πολυλαχταρισμένος —

               20   ὣς τότε Τηλέμαχον θεοειδέα δῖος ὑφορβὸς   όμοια φιλούσε τον Τηλέμαχο περιλαμπάζοντάς τον
                    πάντα κύσεν περιφύς, ὡς ἐκ θανάτοιο φυγόντα:   ο θείος χοιροβοσκός, του Χάροντα λες κι είχε ξεγλιτώσει'
                    καί ῥ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και τέτοια κλαίοντας ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
                    «ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος. οὔ σ᾿ ἔτ᾿ ἐγώ γε  «Ήρθες, γλυκό μου φως, Τηλέμαχε! Δεν το 'λεγα ποτέ μου
                    ὄψεσθαι ἐφάμην, ἐπεὶ ᾤχεο νηὶ̈ Πύλονδε.   πως θα σε ιδώ ξανά, μια κι έφυγες στην Πύλο με καράβι.

               25   ἀλλ᾿ ἄγε νῦν εἴσελθε, φίλον τέκος, ὄφρα σε θυμῷ   Μον᾿ έλα, γιε μου, στο καλύβι μου να μπεις, χαρά να πάρω
                    τέρψομαι εἰσορόων νέον ἄλλοθεν ἔνδον ἐόντα.   θωρώντας σε, που μόλις έφτασες στον τόπο σου απ᾿ τα ξένα.
                    οὐ μὲν γάρ τι θάμ᾿ ἀγρὸν ἐπέρχεαι οὐδὲ νομῆας,   Τα χτήματα σου δε συχνόρχεσαι να δεις και τους βοσκούς σου'
                    ἀλλ᾿ ἐπιδημεύεις: ὣς γάρ νύ τοι εὔαδε θυμῷ,   στη χώρα μένεις πάντα᾿ θα 'λεγα πως χαίρεται η ψυχή σου
                    ἀνδρῶν μνηστήρων ἐσορᾶν ἀί̈δηλον ὅμιλον.»   μέσα στη μάζωξη να βρίσκεσαι των άνομων μνηστήρων.»

               30   τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «ἔσσεται οὕτως, ἄττα: σέθεν δ᾿ ἕνεκ᾿ ἐνθάδ᾿ ἱκάνω,  «Μετά χαράς, παππουλη᾿ αν έφτασα δω πέρα, είναι για σένα,
                    ὄφρα σέ τ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω καὶ μῦθον ἀκούσω,   για να σε δουν μαθές τα μάτια μου, το λόγο σου ν᾿ ακούσω,
                    ἤ μοι ἔτ᾿ ἐν μεγάροις μήτηρ μένει, ἦέ τις ἤδη   αν βρίσκεται στο σπίτι η μάνα μου για μήπως την παντρεύτη
                    ἀνδρῶν ἄλλος ἔγημεν, Ὀδυσσῆος δέ που εὐνὴ   κανένας άλλος άντρας κι έμεινε — ποιος ξέρει — του Οδυσσέα

               35   χήτει ἐνευναίων κάκ᾿ ἀράχνια κεῖται ἔχουσα.»   παραφισμένη η κλίνη, ξέστρωτη και κακαραχνιασμένη!»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν:  Σ᾿ αυτά ο χοιροβοσκός του απάντησε, στους δούλους μέσα ο
                    «καὶ λίην κείνη γε μένει τετληότι θυμῷ   πρώτος:
                    σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν: ὀϊζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ   «Και βέβαια εκείνη πάντα βρίσκεται στο σπίτι σου κλεισμένη
                    φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ.»   και κάνει υπομονή, κι αγλύκαντες μια μια ν᾿ αποδιαβαίνουν
   190   191   192   193   194   195   196   197   198   199   200