Page 200 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 200

199




                    ἀληθείς,                              και τώρα στην πατρίδα εγύρισα, στα είκοσι χρόνια απάνω.
                    ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.   Κι αυτό το θάμα που σε σάστισε, δουλειά της κουρσολόγας
                    αὐτάρ τοι τόδε ἔργον Ἀθηναίης ἀγελείης,   είναι Αθηνάς, που ως θέλει μ᾿ εκανε, τι πλήθια η δύναμη της —
                    ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν, ὅπως ἐθέλει, δύναται γὰρ,   τη μια φορά να μοιάζω ζήτουλα, την άλλη παλικάρι,
                    ἄλλοτε μὲν πτωχῷ ἐναλίγκιον, ἄλλοτε δ᾿ αὖτε

               210  ἀνδρὶ νέῳ καὶ καλὰ περὶ χροὶ̈ εἵματ᾿ ἔχοντι.   που γύρα στο κορμί του εζώστηκε φορέματα πανώρια'
                    ῥηί̈διον δὲ θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,   έναν θνητό οι θεοί, που τ᾿ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια,
                    ἠμὲν κυδῆναι θνητὸν βροτὸν ἠδὲ κακῶσαι.»   δεν είναι δύσκολο θες όμορφο, θες άσκημο να κάνουν.»
                    ὣς ἄρα φωνήσας κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο, Τηλέμαχος δὲ   Σαν είπε τούτα, πήγε κάθισε᾿ τον αντρειωμένο τότε
                    ἀμφιχυθεὶς πατέρ᾿ ἐσθλὸν ὀδύρετο, δάκρυα   γονιό του αγκάλιασε ο Τηλέμαχος, σε κλάματα ξεσπώντας.
                    λείβων,

               215  ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ᾿ ἵμερος ὦρτο γόοιο:   Και στω δυονώ τα στήθη εφούντωσε τρανός του θρήνου ο πόθος,
                    κλαῖον δὲ λιγέως, ἀδινώτερον ἤ τ᾿ οἰωνοί,   και κλαίγαν γόζοντας αλάγιαστα᾿ πουλιά δεν κλαίνε τόσο,
                    φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα   οι αϊτοί κι οι άγιούπες οι γαντζόνυχοι, που τα νιογέννητα τους
                    ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι:   μικρά οι ξωτάρηδες τους άρπαξαν, πριχού ξεπεταρίσουν.
                    ὣς ἄρα τοί γ᾿ ἐλεεινὸν ὑπ᾿ ὀφρύσι δάκρυον εἶβον.   Όμοια πικρά τα δάκρυα στάλαζαν κι απ᾿ τα δικά τους μάτια.

               220  καί νύ κ᾿ ὀδυρομένοισιν ἔδυ φάος ἠελίοιο,   Θρηνώντας εκεί πέρα θα 'μεναν, ως να βουτήξει ο γήλιος,
                    εἰ μὴ Τηλέμαχος προσεφώνεεν ὃν πατέρ᾿ αἶψα:   αν ο Τηλέμαχος στον κύρη του γυρνώντας δε μιλούσε:
                    «ποίῃ γὰρ νῦν δεῦρο, πάτερ φίλε, νηί̈ σε ναῦται   «Κύρη ακριβέ, και ποιο είναι τ᾿ άρμενο που σ᾿ έχει στην Ιθάκη
                    ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;   φερμένο εδώ; ποιοί τάχα πέτουνται πως είναι οι ναύτες,
                    οὐ μὲν γάρ τί σε πεζὸν ὀί̈ομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι.»    πες μου᾿ τι στο νησί μας δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'σαι!»

               225  τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:   Γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω.   Την πάσα αλήθεια από το στόμα μου θ᾿ ακούσεις τώρα, γιε μου'
                    Φαίηκές μ᾿ ἄγαγον ναυσίκλυτοι, οἵ τε καὶ ἄλλους   οι θαλασσακουσμένοι μ᾿ έφεραν δω πέρα Φαίακες, κι άλλους
                    ἀνθρώπους πέμπουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται:   που προβοδούν, κανείς αν έτυχε να φτάσει στο νησί τους.
                    καί μ᾿ εὕδοντ᾿ ἐν νηὶ̈ θοῇ ἐπὶ πόντον ἄγοντες   Αυτοί απ᾿ το πέλαγο με πέρασαν με γρήγορο καράβι
               230  κάτθεσαν εἰς Ἰθάκην, ἔπορον δέ μοι ἀγλαὰ δῶρα,   και στην Ιθάκη εδώ με απίθωσαν στον ύπνο βυθισμένο,
                    χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά θ᾿ ὑφαντήν.   και δώρα αρίφνητα μου χάρισαν, χαλκό, υφαντά, χρυσάφι.
                    καὶ τὰ μὲν ἐν σπήεσσι θεῶν ἰότητι κέονται:   Θεός με φώτισε και φύλαξα το βιος σε κάποιο σπήλιο,
                    νῦν αὖ δεῦρ᾿ ἱκόμην ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης,   κι εγώ ήρθα εδώ στη μάντρα, ακούγοντας της Αθηνάς το λόγο,
                    ὄφρα κε δυσμενέεσσι φόνου πέρι βουλεύσωμεν.   να βουλευτώ για των αντίμαχων το χαλασμό μαζί σου.
               235  ἀλλ᾿ ἄγε μοι μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον,   Μον᾿ έλα, τους μνηστήρες μέτρα μου, λογάριασε τους όλους,
                    ὄφρ᾿ εἰδέω ὅσσοι τε καὶ οἵ τινες ἀνέρες εἰσί:   πόσοι 'ναι να κατέχω θα 'θελα και τι λογής καθένας,
                    καί κεν ἐμὸν κατὰ θυμὸν ἀμύμονα μερμηρίξας   κι υστέρα μες στον αψεγάδιαστο να μελετήσω νου μου,
                    φράσσομαι, ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ᾿ ἀντιφέρεσθαι   να ιδώ μαθές αν θα μπορούσαμε να τους ριχτούμε οι δυο μας,
                    μούνω ἄνευθ᾿ ἄλλων, ἦ καὶ διζησόμεθ᾿ ἄλλους.»   μονάχοι εμείς, για αν θα γυρέψουμε να μας συντρέξουν κι άλλοι.»

               240  τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «ὦ πάτερ, ἦ τοι σεῖο μέγα κλέος αἰὲν ἄκουον,   «Πάντα στ᾿ αφτιά μου η δόξα σου έφτανε, πατέρα μου, μεγάλη,
                    χεῖράς τ᾿ αἰχμητὴν ἔμεναι καὶ ἐπίφρονα βουλήν:   πως έχεις αντρειοσύνη αδάμαστη και ζυγιασμένα φρένα'
                    ἀλλὰ λίην μέγα εἶπες: ἄγη μ᾿ ἔχει: οὐδέ κεν εἴη   μα είπες μεγάλο λόγο, σάστισα! των αδυνάτων είναι
                    ἄνδρε δύω πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισι μάχεσθαι.   μονάχα δυο ν᾿ ανοίξουν πόλεμο με τόσους αντρειωμένους.

               245  μνηστήρων δ᾿ οὔτ᾿ ἂρ δεκὰς ἀτρεκὲς οὔτε δύ᾿ οἶαι,   Δέκα οι μνηστήρες μόνο κι είκοσι δεν είναι, κάτεχε το᾿
                    ἀλλὰ πολὺ πλέονες: τάχα δ᾿ εἴσεαι ἐνθάδ᾿ ἀριθμόν.  είναι πολύ πολύ περσσότεροι᾿ θέλεις να μάθεις πόσοι;
                    ἐκ μὲν Δουλιχίοιο δύω καὶ πεντήκοντα   Απ᾿ το Δουλίχιο πρώτα νιούτσικοι πενήντα δυο έχουν έρθει,
                    κοῦροι κεκριμένοι, ἓξ δὲ δρηστῆρες ἕπονται:   ξεδιαλεχτοί, που τους ακλούθηξαν παιδόπουλά τους εξι'
   195   196   197   198   199   200   201   202   203   204   205