Page 204 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 204

203




                    ἀλλ᾿ ἀπομηνίσει, ἐρέει δ᾿ ἐν πᾶσιν ἀναστὰς   βαρύς θα 'ναι ο θυμός του᾿ στέκοντας μπρος σε όλους θα φωνάξει,
                    οὕνεκά οἱ φόνον αἰπὺν ἐράπτομεν οὐδ᾿ ἐκίχημεν:   το μαύρο του χαμό πως κλώθαμε, μα πρόφτασε να φύγει.

               380  οἱ δ᾿ οὐκ αἰνήσουσιν ἀκούοντες κακὰ ἔργα:   Κι οι άλλοι, κακές δουλειές ακούγοντας, δε θα 'ρθουν λέω μαζί μας᾿
                    μή τι κακὸν ῥέξωσι καὶ ἡμέας ἐξελάσωσι   κακό κανένα μη μας κάνουνε και μας ξορίσουν όλους
                    γαίης ἡμετέρης, ἄλλων δ᾿ ἀφικώμεθα δῆμον:   μακριά απ᾿ τη χώρα μας, σε αλλόξενους να τριγυρνάμε τόπους.
                    ἀλλὰ φθέωμεν ἑλόντες ἐπ᾿ ἀγροῦ νόσφι πόληος   Πιο πριν το θάνατο στα ξώμερα να βρει, μακριά απ᾿ το κάστρο
                    ἢ ἐν ὁδῷ: βίοτον δ᾿ αὐτοὶ καὶ κτήματ᾿ ἔχωμεν,   για και στο δρόμο, από τα χέρια μας, το βιος και τ᾿ αγαθά του

               385  δασσάμενοι κατὰ μοῖραν ἐφ᾿ ἡμέας, οἰκία δ᾿ αὖτε   μετά να μοιραστούμε, δίνοντας στη μάνα του μονάχα
                    κείνου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾿ ὅστις ὀπυίοι.   και σε όποιον ταίρι θα την έπαιρνε το σπίτι να κάθονται.
                    εἰ δ᾿ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει, ἀλλὰ βόλεσθε   Αν όμως δεν αρέσει ο λόγος μου και προτιμάτε εκείνος
                    αὐτόν τε ζώειν καὶ ἔχειν πατρώϊα πάντα,   να ζει κι ολάκερα να χαίρεται τα πατρικά του πλούτη,
                    μή οἱ χρήματ᾿ ἔπειτα ἅλις θυμηδέ᾿ ἔδωμεν   όλοι μαζί πια ας μην ερχόμαστε τα ποθητά αγαθά του

               390  ἐνθάδ᾿ ἀγειρόμενοι, ἀλλ᾿ ἐκ μεγάροιο ἕκαστος   να τρώμε ανέμπληστα᾿ απ᾿ το σπίτι του καθείς μας ας γυρέψει
                    μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος: ἡ δέ κ᾿ ἔπειτα   με δώρα να την κάνει ταίρι του᾿ κι εκείνη τότε ας πάρει
                    γήμαιθ᾿ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι.»    όποιον χαρίσει περισσότερα και της τον γράφει η μοίρα.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.   Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν έβγαζαν άχνα.
                    τοῖσιν δ᾿ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε,   Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος κι αναμεσά τους είπε,

               395  Νίσου φαίδιμος υἱός, Ἀρητιάδαο ἄνακτος,   ο έμνοστος γιος του Νίσου του άρχοντα και του Άρητου τ᾿ αγγόνι.
                    ὅς ῥ᾿ ἐκ Δουλιχίου πολυπύρου, ποιήεντος,   Μες στους μνηστήρες, που απ᾿ τ᾿ ολόχλωρο, πολύσταρο Δουλίχι
                    ἡγεῖτο μνηστῆρσι, μάλιστα δὲ Πηνελοπείῃ   εδώ είχαν έρθει, αυτός αφέντευε, και πιο στην Πηνελόπη
                    ἥνδανε μύθοισι: φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇσιν:   τα λόγια άρεσαν που της έλεγε᾿ κακός μαθές δεν ήταν.
                    ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:   Και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:

               400  «ὦ φίλοι, οὐκ ἂν ἐγώ γε κατακτείνειν ἐθέλοιμι   «Θάνατο, φίλοι, στον Τηλέμαχο δε θα 'θελα να δώσω
                    Τηλέμαχον: δεινὸν δὲ γένος βασιλήϊόν ἐστιν   είναι φριχτό γενιάς να χύνεται βασιλικιάς το γαίμα.
                    κτείνειν: ἀλλὰ πρῶτα θεῶν εἰρώμεθα βουλάς.   Κάλλιο πιο πρώτα να ρωτήσουμε και των θεών τη γνώμη'
                    εἰ μέν κ᾿ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο θέμιστες,   κι αν οι χρησμοί το καλοδέχουνται του Δία του τρισμεγάλου,
                    αὐτός τε κτενέω τούς τ᾿ ἄλλους πάντας ἀνώξω:   ατός μου θα του δώσω θάνατο και σας μαζί θα σπρώξω.

               405  εἰ δέ κ᾿ ἀποτρωπῶσι θεοί, παύσασθαι ἄνωγα.»   Μα αν οι θεοί δε θέλουν, θα 'λεγα τούτη η δουλειά να λείψει.»
                    ὣς ἔφατ᾿ Ἀμφίνομος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιήνδανε μῦθος.   Αυτά είπε ο Αμφίνομος, κι οι επίλοιποι στη γνώμη του συγκλίνον.
                    αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος,   Σηκώθηκαν ευτύς και κίνησαν για του Οδυσσέα το σπίτι,
                    ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐπὶ ξεστοῖσι θρόνοισιν.   και μόλις φτάσαν, πήγαν κάθισαν στα μαγλινά θρονιά τους.
                    ἡ δ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε περίφρων Πηνελόπεια,   Η Πηνελόπη ωστόσο η φρόνιμη στοχάστηκε άλλα πάλε:

               410                                        να βγει μπροστά στους παραδιάντροπους μνηστήρες, τι απ᾿ τον
                    μνηστήρεσσι φανῆναι ὑπέρβιον ὕβριν ἔχουσι.
                                                          κράχτη
                    πεύθετο γὰρ οὗ παιδὸς ἐνὶ μεγάροισιν ὄλεθρον:
                                                          το Μέδοντα, είχε μάθει, που άκουσε το τι βουλές υφαίναν,
                    κῆρυξ γὰρ οἱ ἔειπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλάς.
                                                          πως μες στο σπίτι εκεί λογάριαζαν το γιο της να χαλάσουν.
                    βῆ δ᾿ ἰέναι μέγαρόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν.
                                                          Πήρε λοιπόν μαζί τις βάγιες της να πάει στο αρχονταρίκι'
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
                                                          και τους μνηστήρες σαν αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
               415  στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,   σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στεριάς στέγης, κι είχε
                    ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα,   κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα σε στραφτερή μαντίλα,
                    Ἀντίνοον δ᾿ ἐνένιπεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:   και στον Αντίνοο τέτοια μίλησε μαλώνοντας τον κι είπε:
                    «Ἀντίνο᾿, ὕβριν ἔχων, κακομήχανε, καὶ δέ σέ φασιν  «Άνομε Αντίνοε, κακομήχανε! κι ο κόσμος στην Ιθάκη
                    ἐν δήμῳ Ἰθάκης μεθ᾿ ὁμήλικας ἔμμεν ἄριστον   να σε θαρρεί τον πρώτο ανάμεσα στους συνομήλικους σου

               420  βουλῇ καὶ μύθοισι: σὺ δ᾿ οὐκ ἄρα τοῖος ἔησθα.   στα λόγια και στο νου, μα, ως φαίνεται, ποτέ δεν ήσουν τέτοιος!
   199   200   201   202   203   204   205   206   207   208   209