Page 208 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 208
207
40 καί ῥ᾿ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και τέτοια κλαίοντας ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος. οὔ σ᾿ ἔτ᾿ ἐγώ γε «Ήρθες, γλυκό μου φως, Τηλέμαχε! Δεν το 'λεγα ποτέ μου
ὄψεσθαι ἐφάμην, ἐπεὶ ᾤχεο νηὶ̈ Πύλονδε πως θα σε δώ ξανά, μια κι έφυγες στην Πύλο με καράβι
λάθρη, ἐμεῦ ἀέκητι, φίλου μετὰ πατρὸς ἀκουήν. κρυφά μου, αθέλητα μου, ο κύρης σου τι απόγινε να μάθεις.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.» Τώρα τα που 'δες με τα μάτια σου, σωστά μολόγα μου τα.»
45 τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«μῆτερ ἐμή, μή μοι γόον ὄρνυθι μηδέ μοι ἦτορ «Αχ, μην κινάς το θρήνο, μάνα μου, και την καρδιά στα στήθη
ἐν στήθεσσιν ὄρινε φυγόντι περ αἰπὺν ὄλεθρον: μη μου ταράζεις, μια και ξέφυγα το μαύρο χαλασμό μου.
ἀλλ᾿ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροὶ̈ εἵμαθ᾿ ἑλοῦσα, Μονάχα πάρε πλύσου κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
εἰς ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν κι ανέβα με τις βάγιες έπειτα στο ανώι και προσευχήσου,
50 και τάξε σε όλους τους αθάνατους τρανές θυσίες να κάνεις,
εὔχεο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας ο Δίας αν δώσει να 'ρθει εγδίκηση για τούτα κάποια μέρα.
ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ. Ωστόσο εγώ θα πάω στην αγορά, τον ξένο να καλέσω,
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγορὴν ἐσελεύσομαι, ὄφρα καλέσσω που ήρθε μαζί μου, εκείθε ως έφευγα γυρνώντας στην Ιθάκη.
ξεῖνον, ὅτις μοι κεῖθεν ἅμ᾿ ἕσπετο δεῦρο κιόντι. Με τους ισόθεους τους συντρόφους μου που μπρος τον έχω
τὸν μὲν ἐγὼ προὔπεμψα σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι,
στείλει
55 Πείραιον δέ μιν ἠνώγεα προτὶ οἶκον ἄγοντα κι ως να 'ρθω εγώ, του Πείραιου ζήτησα να τον φιλοκονέψει
ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.» στο σπίτι το δικό του πρόθυμα, τιμώντας τον ως πρέπει.»
ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τῇ δ᾿ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος. Είπε ο Τηλέμαχος, κι ο λόγος του δεν πήγε κατ᾿ ανέμου'
ἡ δ᾿ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροὶ̈ εἵμαθ᾿ ἑλοῦσα, ευτύς εκείνη ως πλύθη κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
εὔχετο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας έταζε σε όλους τους αθάνατους τρανές θυσίες να κάνει,
60 ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ. ο Δίας αν έλεε να 'ρθει εγδίκηση για τούτα κάποια μέρα.
Τηλέμαχος δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα διὲκ μεγάροιο βεβήκει Ωστόσο κίνησε ο Τηλέμαχος και βγήκε απ᾿ το παλάτι
ἔγχος ἔχων: ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο. κρατώντας το κοντάρι. Πίσω του γοργοί δυο σκύλοι ακλούθουν
θεσπεσίην δ᾿ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη: και ως η Αθηνά με χάρη αθάνατη τον περεχούσε ακέριο,
τὸν δ᾿ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο. ο κόσμος γύρω τον καμάρωνε, καθώς περνούσε ομπρός του.
65 ἀμφὶ δέ μιν μνηστῆρες ἀγήνορες ἠγερέθοντο Κι ήρθαν τρογύρα του κι οι πέρφανοι μνηστήρες και του λέγαν
ἔσθλ᾿ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον. λόγια γλυκά, και μες στα φρένα τους κακό του μελετούσαν
αὐτὰρ ὁ τῶν μὲν ἔπειτα ἀλεύατο πουλὺν ὅμιλον, μα εκείνος να ξεφύγει κοίταξε την πλήθια συντροφιά τους.
ἀλλ᾿ ἵνα Μέντωρ ἧστο καὶ Ἄντιφος ἠδ᾿ Ἁλιθέρσης, Καθόταν ο Αλιθέρσης, ο Άντιφος κι ο Μέντορας πιο πέρα,
οἵ τε οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώϊοι ἦσαν ἑταῖροι, που από παλιά τους είχε συντρόφους, κληρονομιά του κύρη'
70 ἔνθα καθέζετ᾿ ἰών: τοὶ δ᾿ ἐξερέεινον ἕκαστα. κι ω: έκατσε κοντά τους, έπιασαν να τον ρωτούν εκείνοι.
τοῖσι δὲ Πείραιος δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἦλθεν Πάνω στην ώρα ο Πείραιος ζύγωσε, τρανός κονταρομάχος,
ξεῖνον ἄγων ἀγορήνδε διὰ πτόλιν: οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν στην αγορά τον ξένο φέρνοντας μες απ᾿ την πόλη᾿ αμέσως
Τηλέμαχος ξείνοιο ἑκὰς τράπετ᾿, ἀλλὰ παρέστη. κοντά τους έτρεξε ο Τηλέμαχος, χωρίς καιρό να χάσει.
τὸν καὶ Πείραιος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε: Πρώτος το λόγο ο Πείραιος κίνησε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
75 «Να πεις στις σκλάβες σου, Τηλέμαχε, να 'ρθουν στο αρχοντικό᾿
«Τηλέμαχ᾿, αἶψ᾿ ὄτρυνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα γυναῖκας,
ὥς τοι δῶρ᾿ ἀποπέμψω, ἅ τοι Μενέλαος ἔδωκε.» μου
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: τα δώρα που ο Μενέλαος έδωκε να σου γυρίσω πίσω.»
«Πείραι᾿, οὐ γάρ τ᾿ ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα. Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«Πως όλα τούτα θα τελέψουνε, ποιος, Πείραιε, το κατέχει; —
εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισι
κρυφά αν δε με σκοτώσουν οι άνομοι μνηστήρες εδώ μέσα,
80 λάθρη κτείναντες πατρώϊα πάντα δάσωνται, για να μοιράσουν συνάλληλος τους τα πατρικά μου πλούτη.
αὐτὸν ἔχοντά σε βούλομ᾿ ἐπαυρέμεν, ἤ τινα τῶνδε: Παρά απ᾿ αυτούς κανείς, καλύτερα τα δώρα κράτα ατός σου
εἰ δέ κ᾿ ἐγὼ τούτοισι φόνον καὶ κῆρα φυτεύσω, και χαίρου τα᾿ μα αν όμως θάνατο και χαλασμό τους δώκω,