Page 213 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 213
212
αὐτίκα δ᾿ εἴσω ἴεν, μετὰ δὲ μνηστῆρσι καθῖζεν, κι ως μπήκε μέσα, πήγε κάθισε μαζί με τους μνηστήρες,
ἀντίον Εὐρυμάχου: τὸν γὰρ φιλέεσκε μάλιστα. αντικριστά με τον Ευρύμαχο, που απ᾿ όλους πιο αγαπούσε.
τῷ πάρα μὲν κρειῶν μοῖραν θέσαν οἳ πονέοντο, Κι ευτύς οι τραπεζάροι απίθωσαν μερίδα κρέας μπροστά του,
σῖτον δ᾿ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα μετά κι η σεβαστή κελάρισσα ψωμί να φάει του φέρνει.
260 ἔδμεναι. ἀγχίμολον δ᾿ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς Σε λίγο κι ο Οδυσσέας επρόβαλε με το χοιροβοσκό του,
στήτην ἐρχομένω, περὶ δέ σφεας ἤλυθ᾿ ἰωὴ μα όπως ο Φήμιος το τραγούδι του κινούσε και στ᾿ αφτιά τους
φόρμιγγος γλαφυρῆς: ἀνὰ γάρ σφισι βάλλετ᾿ ἀείδειν έφτασε ξάφνου ο αχός της βαθουλής κιθάρας του, στάθηκαν
Φήμιος: αὐτὰρ ὁ χειρὸς ἑλὼν προσέειπε συβώτην: τότε ο Οδυσσέας στον Εύμαιο μίλησε, το χέρι αρπάζοντας του:
«Εὔμαι᾿, ἦ μάλα δὴ τάδε δώματα κάλ᾿ Ὀδυσῆος, «Εύμαιε, το σπίτι τούτο τ᾿ όμορφο λέω του Οδυσσέα πως θα 'ναι'
265 ῥεῖα δ᾿ ἀρίγνωτ᾿ ἐστὶ καὶ ἐν πολλοῖσιν ἰδέσθαι. θα το ξεχώριζες ανέκοπα και μες σε πλήθος άλλα.
ἐξ ἑτέρων ἕτερ᾿ ἐστίν, ἐπήσκηται δέ οἱ αὐλὴ Το 'να με τ᾿ άλλο ιδές τα χτίσματα πως δένουν, κι έχει τοίχο
τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι, θύραι δ᾿ εὐερκέες εἰσὶ σαμαρωτόν η αυλή περίγυρα, και σίγουρες τις πόρτες
δικλίδες: οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο. τις δίφυλλες᾿ κανείς δε δύνεται μεβιάς να τις πατήσει.
γιγνώσκω δ᾿ ὅτι πολλοὶ ἐν αὐτῷ δαῖτα τίθενται Μέσα άντρες απεικάζω κάθουνται πολλοί και ξεφαντώνουν
270 ἄνδρες, ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε φόρμιγξ τι η κνίσα ολούθε γύρω απλώνεται, κι ακούγεται η κιθάρα
ἠπύει, ἣν ἄρα δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην.» τρογύρα, που οι θεοί συντρόφισσα την έκαμαν της τάβλας.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«ῥεῖ᾿ ἔγνως, ἐπεὶ οὐδὲ τά τ᾿ ἄλλα πέρ ἐσσ᾿ ἀνοήμων. «Καλά το γνώρισες! Ανέμυαλος σε τίποτα δε δείχνεις!
ἀλλ᾿ ἄγε δὴ φραζώμεθ᾿ ὅπως ἔσται τάδε ἔργα. Μον᾿ έλα, εδώ το τι θα κάνουμε μαζί να στοχαστούμε᾿
275 ἠὲ σὺ πρῶτος ἔσελθε δόμους εὖ ναιετάοντας, έμπα, σα θες, στ᾿ αρχοντοκάμωτο παλάτι τώρα πρώτος
δύσεο δὲ μνηστῆρας, ἐγὼ δ᾿ ὑπολείψομαι αὐτοῦ: και τους μνηστήρες σύρε αντάμωσε, κι εγώ απομένω πίσω'
εἰ δ᾿ ἐθέλεις, ἐπίμεινον, ἐγὼ δ᾿ εἶμι προπάροιθε: για, αν προτιμάς, εδώ περίμενε, κι εγώ μπροστά πηγαίνω.
μηδὲ σὺ δηθύνειν, μή τίς σ᾿ ἔκτοσθε νοήσας Μα μην αργείς᾿ απόξω αν σ᾿ έβλεπε κανείς, μη σε χτυπήσει
ἢ βάλῃ ἢ ἐλάσῃ: τὰ δέ σε φράζεσθαι ἄνωγα.» για και μη ρίξει κάτι απάνω σου᾿ το λόγο μου στοχάσου!»
280 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
γιγνώσκω, φρονέω: τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις. «Κι εγώ το ξέρω, το κατάλαβα, το νιώθω τι γυρεύεις'
ἀλλ᾿ ἔρχευ προπάροιθεν, ἐγὼ δ᾿ ὑπολείψομαι αὐτοῦ. μα εσύ να πας πιο πρώτα θα 'θελα, κι εγώ να μείνω πίσω.
οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων: Αμάθητος από ριξίματα κι από χτυπιές δεν είμαι!
τολμήεις μοι θυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα Βαστά η καρδιά μου, τι έχω βάσανα πολλά τραβήξει ως τώρα
285 κύμασι καὶ πολέμῳ: μετὰ καὶ τόδε τοῖσι γενέσθω: μες σε πολέμους και σε πέλαγα᾿ ας πάει κι αυτό με τ᾿ άλλα!
γαστέρα δ᾿ οὔ πως ἔστιν ἀποκρύψαι μεμαυῖαν, Μα πως να κρύψεις την αχόρταγη κοιλιά που σου φωνάζει,
οὐλομένην, ἣ πολλὰ κάκ᾿ ἀνθρώποισι δίδωσι, ανάθεμα τη; Πόσα βάσανα γι᾿ αυτή δε σέρνει ο κόσμος!
τῆς ἕνεκεν καὶ νῆες ἐύ̈ζυγοι ὁπλίζονται Γι᾿ αυτήν και τ᾿ άρμενα αρματώνουνται τα καλοζυγιασμένα,
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον, κακὰ δυσμενέεσσι φέρουσαι.» πάνω απ᾿ τα πέλαα στους αντίμαχους τη συφορά να φέρουν.»
290 ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον: Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυό, και τότε
ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν, αφτιά και κεφαλή ανασήκωσε, κει που 'ταν πλαγιασμένος,
Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾿ αὐτὸς ο Άργος ο σκύλος᾿ τον μεγάλωνε, πριχού στην Τροία την άγια
θρέψε μέν, οὐδ᾿ ἀπόνητο, πάρος δ᾿ εἰς Ἴλιον ἱρὴν φύγει ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, μα δεν τον χάρηκε, όχι!
ᾤχετο. τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες Στα πρώτα χρόνια οι νιοί τον έπαιρναν αγριμολόοι μαζί τους,
295 αἶγας ἐπ᾿ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς: λαγούς, ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα να κυνηγούν κατόπι,
δὴ τότε κεῖτ᾿ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, σαν είχε πια μισέψει ο αφέντης του, μες στην κοπριά την πλήθια
ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων των μουλαριών τον παραπέταξαν και των βοδιών, που απόξω
ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾿, ὄφρ᾿ ἂν ἄγοιεν απ᾿ την αυλόπορτα σωριάζουνταν, οι δούλοι ως να την πάρουν
δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες: για του Οδυσσέα τ᾿ αμπελοχώραφα, το χώμα να φουσκίσουν.