Page 215 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 215
214
340 κλινάμενος σταθμῷ κυπαρισσίνῳ, ὅν ποτε τέκτων της πόρτας παραστάτη ανάγειρε, που μαραγκός τον είχε
ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν. ξύσει καλά με τό σκεπάρνι του και γνοιαστικά σταφνίσει.
Τηλέμαχος δ᾿ ἐπὶ οἷ καλέσας προσέειπε συβώτην, Τον Εύμαιο φώναξε ο Τηλέμαχος να 'ρθεί κοντά του τότε,
ἄρτον τ᾿ οὖλον ἑλὼν περικαλλέος ἐκ κανέοιο κι ολάκερο καρβέλι παίρνοντας απ᾿ τ'όμορφο πανέρι
καὶ κρέας, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον ἀμφιβαλόντι: κι όσα κομμάτια κρέας οι φούχτες του χωρούσαν, τον προστάζει:
345 «δὸς τῷ ξείνῳ ταῦτα φέρων αὐτόν τε κέλευε «Στον ξένο δωσ᾿ τα τούτα γρήγορα, και πες του τους μνηστήρες
αἰτίζειν μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας: γραμμή να πάρει διακονεύοντας, να μην αφήσει ουτ᾿ ένα'
αἰδὼς δ᾿ οὐκ ἀγαθὴ κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι.» είναι ή ντροπή μαθές αταίριαστη στον που τον δέρνει η ανάγκη.»
ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν, Κι ο θείος χοιροβοσκός, σαν άκουσε την προσταγή του,
ἀγχοῦ δ᾿ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντ᾿ ἀγόρευε: τρέχει στον Οδυσσέα και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
350 «Τηλέμαχός τοι, ξεῖνε, διδοῖ τάδε, καί σε κελεύει «Ξένε, σ᾿ τα δίνει αυτά ο Τηλέμαχος και μου 'πε τους μνηστήρες
αἰτίζειν μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆρας: γραμμή να πάρεις διακονεύοντας, κανένα μην αφήσεις'
αἰδῶ δ᾿ οὐκ ἀγαθήν φησ᾿ ἔμμεναι ἀνδρὶ προί̈κτῃ.» να 'χει ντροπή ο ζητιάνος, έλεγε, καθόλου δεν ταιριάζει.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος γυρνώντας αποκρίθη:
Ὀδυσσεύς: «Αφέντη Δία, για τον Τηλέμαχο χαρές να γράφεις μόνο
«Ζεῦ ἄνα, Τηλέμαχόν μοι ἐν ἀνδράσιν ὄλβιον εἶναι,
355 καί οἱ πάντα γένοιθ᾿ ὅσσα φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.» κι όσα λογιάζει μες στα φρένα του να του τελέψουν όλα!»
ἦ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἐδέξατο καὶ κατέθηκεν Σαν είπε τούτα και στις φούχτες του τα εδέχτη, στο σκισμένο
αὖθι ποδῶν προπάροιθεν, ἀεικελίης ἐπὶ πήρης, τ᾿ απίθωσε σακούλι κι άρχισε να τρώει᾿ την ίδιαν ώρα
ἤσθιε δ᾿ ἧος ἀοιδὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἄειδεν: στο αρχονταρίκι το τραγούδι του κινούσε ο τραγουδάρης.
εὖθ᾿ ὁ δεδειπνήκειν, ὁ δ᾿ ἐπαύετο θεῖος ἀοιδός. Κι ο θείος τραγουδιστής σαν έπαψε κι απόφαγε ο Οδυσσέας,
360 μνηστῆρες δ᾿ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρ'. αὐτὰρ Ἀθήνη, βουή τρανή οι μνηστήρες άσκωσαν. Κι ήρθε η Αθηνά Παλλάδα
ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα και στου Λαέρτη δίπλα στέκοντας το γιο του δίνει ορμήνια
ὤτρυν᾿, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, απ᾿ τους μνηστήρες ό,τι απόμενε ψωμί να ζητιανέψει,
γνοίη θ᾿ οἵ τινές εἰσιν ἐναίσιμοι οἵ τ᾿ ἀθέμιστοι: πιος είναι δίκιος, ποιος είναι άνομος να μάθει απ᾿ όλους τούτους'
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὥς τιν᾿ ἔμελλ᾿ ἀπαλεξήσειν κακότητος. μα κι έτσι εκείνη δέ θα γλίτωνε κανένα από το Χάρο.
365 βῆ δ᾿ ἴμεν αἰτήσων ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον, Και κίνησε να πάει γυρεύοντας, δεξιά μεριά, κι ολούθε
πάντοσε χεῖρ᾿ ὀρέγων, ὡς εἰ πτωχὸς πάλαι εἴη. το χέρι του άπλωνε, λες κι ήτανε ζητιάνος από χρόνια.
οἱ δ᾿ ἐλεαίροντες δίδοσαν, καὶ ἐθάμβεον αὐτόν, Κι εκείνοι ξαφνιασμένοι του 'διναν από συμπόνια κάτι
ἀλλήλους τ᾿ εἴροντο τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι. κι αναρωτιόνταν συναλλήλως τους ποιος ήταν, πούθε ερχόταν.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν: Και τότε ο Μελανθέας τους μίλησεν, ο γιδολάτης, κι είπε:
370 «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης, «Ακουστέ μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες,
τοῦδε περὶ ξείνου: ἦ γάρ μιν πρόσθεν ὄπωπα. γι᾿ αυτόν τον ξένο᾿ τον αντάμωσα μαθές εγώ πιο πρώτα.
ἦ τοι μέν οἱ δεῦρο συβώτης ἡγεμόνευεν, Εδώ ο χοιροβοσκός τον έφερε το δρόμο δείχνοντας του'
αὐτὸν δ᾿ οὐ σάφα οἶδα, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι.» ποιος όμως είναι, πούθε πέτεται πως σέρνει, δεν κατέχω.»
ὣς ἔφατ᾿, Ἀντίνοος δ᾿ ἔπεσιν νείκεσσε συβώτην: Στον Εύμαιο τότε ο Αντίνοος μίλησε, βαριά αποπαίρνοντάς τον:
375 «ὦ ἀρίγνωτε συβῶτα, τίη δὲ σὺ τόνδε πόλινδε Χοιροβοσκέ, να μη σε ξέραμε! Τι μας τον φέρνεις πάλε
ἤγαγες; ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, δω πέρα τούτον; Οι άλλοι που 'ρχονται δε φτάνουν λες ζητιάνοι,
πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; οι ψωμοζήτες οι ανεβάσταγοι, των τραπεζιών η λέπρα;
ἦ ὄνοσαι ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος Παραπονιέσαι που του αφέντη σου τα πλούτη μαζώνονται
ἐνθάδ᾿ ἀγειρόμενοι, σὺ δὲ καὶ προτὶ τόνδ᾿ και τρώνε τόσοι — και προσκάλεσες και τούτον από πάνω!»
ἐκάλεσσας;»
380 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«Ἀντίνο᾿, οὐ μὲν καλὰ καὶ ἐσθλὸς ἐὼν ἀγορεύεις: «Κι αν είσαι αρχόντου γιος, δε μίλησες, Αντίνοε, μυαλωμένα'
τίς γὰρ δὴ ξεῖνον καλεῖ ἄλλοθεν αὐτὸς ἐπελθὼν ποιος είναι αυτός που πάει γυρεύοντας να κουβαλήσει ξένο;