Page 214 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 214
213
300 ἔνθα κύων κεῖτ᾿ Ἄργος, ἐνίπλειος κυνοραιστέων. Κει πάνω ο σκύλος ο Άργος κοίτουνταν, τσιμπούρια φορτωμένος᾿
δὴ τότε γ᾿, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα, μα ξάφνου, μπρος του μόλις ένιωσε τον Οδυσσέα να στέκει,
οὐρῇ μέν ῥ᾿ ὅ γ᾿ ἔσηνε καὶ οὔατα κάββαλεν ἄμφω, μεμιάς τα δυο του αφτιά κατέβασε κουνώντας την ουρά του,
ἆσσον δ᾿ οὐκέτ᾿ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος μα στον αφέντη του σιμότερα πια δε βαστούσε να 'ρθει..
ἐλθέμεν: αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ, Κι αυτός, την όψη αλλού γυρίζοντας, εσφούγγιξε ένα δάκρυ,
305 τον Εύμαιο ξεγελώντας εύκολα, και τούτα τον ρωτούσε:
ῥεῖα λαθὼν Εὔμαιον, ἄφαρ δ᾿ ἐρεείνετο μύθῳ:
«Τέτοιο σκυλί πολύ παράξενο να το 'χουν πεταμένο
«Εὔμαι᾿, ἦ μάλα θαῦμα, κύων ὅδε κεῖτ᾿ ἐνὶ κόπρῳ.
καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾿ οὐ σάφα οἶδα, μες στις κοπριές᾿ αλήθεια, έχει όμορφο σκαρί, μα δεν κατέχω
εξόν την ομορφιά και γρήγορα, παλιά, τα πόδια αν είχε.
εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε, Μπας κι ήταν απ᾿ αυτά που τριγυρνούν στις τάβλες των
ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν
αρχόντων
310 και που αν οι αφέντες τους τα γνοιάζουνται, τα θέλουν για
γίγνοντ': ἀγλαί̈ης δ᾿ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες.» στολίδι;»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του 'πες:
«καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος. «Είναι του αντρός, μακριά που εχάθηκε στα ξένα, ο σκύλος
εἰ τοιόσδ᾿ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα, τούτος'
οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς, την ίδια τώρα να 'χε ανάκαρα και το κορμί σαν τότε,
που εκείνος το άφηκε μισεύοντας κατά της Τροίας τα μέρη,
315 τη δύναμή του θα καμάρωνες και τα γοργά του πόδια.
αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν.
Κανένα αγρίμι δέ του γλίτωνε στα πιο βαθιά του δάσου,
οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης
σαν το 'στρωνε μπροστά, τι του 'βρισκε μεμιάς ξανά τ᾿ αχνάρια.
κνώδαλον, ὅττι δίοιτο: καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη:
Μα τώρα δυστυχάει, του χάθηκε το αφεντικό στα ξένα,
νῦν δ᾿ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δέ οἱ ἄλλοθι πάτρης
ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι. δεν το φροντίζουν πια οι γυναίκες μας στην τόση αξεγνοιασιά
τους.
320 Έτσι είναι οι δούλοι, τον αφέντη τους που έχασαν κι η κυβέρνια
δμῶες δ᾿, εὖτ᾿ ἂν μηκέτ᾿ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες, τους λείπει: πια δεν έχουν όρεξη σωστή δουλειά να κάμουν.
οὐκέτ᾿ ἔπειτ᾿ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι: Αλήθεια, τη μισή ο βροντόλαλος ο Δίας αξιά του ανθρώπου
ἥμισυ γάρ τ᾿ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς του παίρνει απ᾿ τη στιγμή που επλάκωσε γι᾿ αυτόν σκλαβιάς
ἀνέρος, εὖτ᾿ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν.» ημέρα!»
ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας,
Σαν είπε αυτά, στο αρχοντοκάμωτο παλάτι μέσα εδιάβη
325 βῆ δ᾿ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς. κι ευτύς στον αντρωνίτη βρέθηκε μαζί με τους μνηστήρες.
Ἄργον δ᾿ αὖ κατὰ μοῖρ᾿ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο, Όμως τον Άργο η μοίρα εσκέπασε του σκοτεινού θανάτου,
αὐτίκ᾿ ἰδόντ᾿ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ. τον Οδυσσέα μόλις αντίκρισε στα είκοσι χρόνια απάνω.
τὸν δὲ πολὺ πρῶτος ἴδε Τηλέμαχος θεοειδὴς Πρώτος απ᾿ όλους ο θεόμορφος Τηλέμαχος τον είδε
ἐρχόμενον κατὰ δῶμα συβώτην, ὦκα δ᾿ ἔπειτα τον Εύμαιο, στο παλάτι ως έμπαινε, κι ευτύς να πάει του γνέφει
330 κοντά᾿ κι αυτός, κοιτώντας γύρα του, του μοιραστή σηκώνει
νεῦσ᾿ ἐπὶ οἷ καλέσας: ὁ δὲ παπτήνας ἕλε δίφρον
το άδειο σκαμνί, που εκείνος κάθουνταν και κρέατα στους
κείμενον, ἔνθα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ
μνηστήρες
δαιόμενος μνηστῆρσι δόμον κάτα δαινυμένοισι:
μοίραζε πλήθια, σύντας στρώνουνταν να φάνε στο παλάτι,
τὸν κατέθηκε φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν
ἀντίον, ἔνθα δ᾿ ἄρ᾿ αὐτὸς ἐφέζετο: τῷ δ᾿ ἄρα κῆρυξ κι ήρθε στην τάβλα του Τηλέμαχου κι αντίκρυ του το βάζει'
και μόλις βρήκε εκεί και κάθισεν, ο κράχτης μια μερίδα
335 ἀ μοῖραν ἑλὼν ἐτίθει κανέου τ᾿ ἐκ σῖτον ἀείρας. του φέρνει κρέας, κι ακόμα του 'δωκε ψωμί από το πανέρι.
γχίμολον δὲ μετ᾿ αὐτὸν ἐδύσετο δώματ᾿ Ὀδυσσεύς, Σε λίγο κι ο Οδυσσέας ξωπίσω του στο αρχονταρίκι έχώθη
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιος ἠδὲ γέροντι, με την ειδή ζητιάνου, γέροντα και λεροφορεμένου,
σκηπτόμενος: τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροί̈ εἵματα ἕστο. και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
ἷζε δ᾿ ἐπὶ μελίνου οὐδοῦ ἔντοσθε θυράων, Στο φράξινο κατώφλι εκάθισε και στον κυπαρισσένιο