Page 216 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 216

215




                    ἄλλον γ᾿, εἰ μὴ τῶν οἳ δημιοεργοὶ ἔασι,   ξον να 'χει ανάγκη από την τέχνη του, για μαντολόγο κάποιον,
                    μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων,   για και γιατρέ» για μιαν αρρώστια του, για μαραγκό, για κάποιον

               385                                         απ᾿ τους θεϊκούς τους τραγουδάρηδες, που φραίνουν
                    ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδόν, ὅ κεν τέρπῃσιν ἀείδων;   τραγουδώντας.
                    οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν:   Μονάχα αυτούς μαθές στην άμετρη τη γης φωνάζει ο κόσμος.
                    πτωχὸν δ᾿ οὐκ ἄν τις καλέοι τρύξοντα ἓ αὐτόν.   Ζητιάνο ποιος ποτέ προσκάλεσε, για να του φάει το βιος του;
                    ἀλλ᾿ αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἶς μνηστήρων   Μα πάντα δείχνεις πιο κακότροπος απ᾿ όλους τους μνηστήρες
                    δμωσὶν Ὀδυσσῆος, πέρι δ᾿ αὖτ᾿ ἐμοί: αὐτὰρ ἐγώ γε   στους δούλους του Οδυσσέα, μα πιότερο σα στέκω εγώ μπροστά
                                                           σου.

               390  οὐκ ἀλέγω, ἧός μοι ἐχέφρων Πηνελόπεια   Μα αλήθεια, τι με νοιάζει! Η φρόνιμη μονάχα Πηνελόπη
                    ζώει ἐνὶ μεγάροις καὶ Τηλέμαχος θεοειδής.»   να ζει εδώ μέσα κι ο Τηλέμαχος ο θεοδιωματάρης!»
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε:
                    «σίγα, μή μοι τοῦτον ἀμείβεο πολλὰ ἔπεσσιν:   «Τη χάρη κάνε μου και σώπαινε! Με τον Αντίνοο λόγια
                    Ἀντίνοος δ᾿ εἴωθε κακῶς ἐρεθιζέμεν αἰεὶ   πολλά μη συναλλάζεις. Άσκημα το συνηθάει ν᾿ άγγρίζει

               395  μύθοισιν χαλεποῖσιν, ἐποτρύνει δὲ καὶ ἄλλους.»   τον κόσμο με βρισιές αδιάκοπα, και σπρώχνει και τους άλλους.»
                    ἦ ῥα καὶ Ἀντίνοον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   Γυρνώντας στον Αντίνοο μίλησε μετά κι απηλογήθη:
                    «Ἀντίνο᾿, ἦ μευ καλὰ πατὴρ ὣς κήδεαι υἷος,   « Αλήθεια, Αντίνοε, πως με γνοιάζεσαι, καθώς το γιο του ο κύρης,
                    ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο διέσθαι   που αυτόν τον ξένο από το σπίτι μου ζητάς εγώ να διώξω
                    μύθῳ ἀναγκαίῳ: μὴ τοῦτο θεὸς τελέσειε.   με άγριες φωνές. Μη δώσεις άδικο να κάνω τέτοιο, θέ μου!

               400                                         Πάρε και δωσ᾿ του, έχεις το λεύτερο, σου το γυρεύω ατός μου,
                    δός οἱ ἑλών: οὔ τοι φθονέω: κέλομαι γὰρ ἐγώ γε:
                                                           και μην ντραπείς γι᾿ αυτό τη μάνα μου για από τους δούλους
                    μήτ᾿ οὖν μητέρ᾿ ἐμὴν ἅζευ τό γε μήτε τιν᾿ ἄλλον
                                                           κάποιον,
                    δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο.
                    ἀλλ᾿ οὔ τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα:   που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα.
                                                           Όμως δεν είναι αυτό που γνοιάζεσαι βαθιά στα φρένα, μόνο
                    αὐτὸς γὰρ φαγέμεν πολὺ βούλεαι ἢ δόμεν ἄλλῳ.»
                                                           το 'χεις να τρως εσύ καλύτερο παρά αλλουνού να δίνεις.»

               405  τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε:   Γυρνώντας τότε ο Αντίνοος μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:
                    «Τηλέμαχ᾿ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες.   «Τηλέμαχε, γλωσσά κι απόκοτε, τι λόγια αυτά που κρένεις;
                    εἴ οἱ τόσσον ἅπαντες ὀρέξειαν μνηστῆρες,   Όλοι οι μνηστήρες αν τον φίλευαν με τόσο δα από τούτο,
                    καί κέν μιν τρεῖς μῆνας ἀπόπροθεν οἶκος ἐρύκοι.»   τρεις μήνες θα 'κανε στο σπίτι σου ξανά να βάλει πόδι!»
                    ὣς ἄρ᾿ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν ὑπέφηνε τραπέζης   Μιλώντας το σκαμνί του ακρόδειξε, που κάτω απ᾿ το τραπέζι

               410  κείμενον, ᾧ ῥ᾿ ἔπεχεν λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων:   το 'χε ν᾿ απλώνει στις ξεφάντωσες τ᾿ αστραφτερά του πόδια,
                    οἱ δ᾿ ἄλλοι πάντες δίδοσαν, πλῆσαν δ᾿ ἄρα πήρην   Όμως οι επίλοιποι όλοι του 'διναν᾿ σε λίγο είχε γεμίσει
                    σίτου καὶ κρειῶν: τάχα δὴ καὶ ἔμελλεν Ὀδυσσεὺς   ψωμιά και κρέατα το σακούλι του᾿ μα στο κατώφλι ως γύρνα,
                    αὖτις ἐπ᾿ οὐδὸν ἰὼν προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν:   των Αχαιών εκεί καθούμενος να φάει τ᾿ αποδοσίδια,
                    στῆ δὲ παρ᾿ Ἀντίνοον, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε:   πλάι στον Αντίνοο ξάφνου στάθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
               415  «δός, φίλος: οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν   «Φίλε, δε δείχνεις ο αχαμνότερος μες στους Αργίτες να 'σαι᾿
                    ἔμμεναι, ἀλλ᾿ ὤριστος, ἐπεὶ βασιλῆϊ ἔοικας.   με ρήγα μοιάζεις κι είσαι ο κάλλιος τους᾿ γι'αυτό να δώσεις κάτι!
                    τῷ σε χρὴ δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι   Πρεπό 'ναι το δικό σου χάρισμα των άλλων τα δοσίδια
                    σίτου: ἐγὼ δέ κέ σε κλείω κατ᾿ ἀπείρονα γαῖαν.   να ξεπερνάει, κι εγώ στην άμετρη τη γη θα σε δοξάζω.
                    καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον   Ήταν καιρός που σε αρχοντόσπιτο κι εγώ στον κόσμο ζούσα,
               420  ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ,   και πλούτη αφέντευα και χάριζα συχνά στο διακονιάρη,
                    τοίῳ ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι:   όποιος κι αν λάχαινε στην πόρτα μου κι όποια κι αν είχε ανάγκη.
                    ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλὰ   Κι ακόμα σκλάβους είχα αρίφνητους κι άλλα αγαθά περίσσια,
                    οἷσίν τ᾿ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.    όσα 'χει αυτός που ζει περίκαλα και πλούσιο τόνε κράζουν.
                    ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων--ἤθελε γάρ που--   Μα ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, τ᾿ αφάνισε, τέτοια η βουλή του θα
   211   212   213   214   215   216   217   218   219   220   221