Page 221 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 221
220
άκρα.
595 Τον ίδιο ατό σου πρώτα φύλαγε΄ μπορεί πολλά να πάθεις,
αὐτὸν μέν σε πρῶτα σάω, καὶ φράζεο θυμῷ
το νου σου! Αργίτες πλήθος βρίσκουνται που θέλουν το χαμό
μή τι πάθῃς: πολλοὶ δὲ κακὰ φρονέουσιν Ἀχαιῶν,
σου.
τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε πρὶν ἡμῖν πῆμα γενέσθαι.»
Να 'ταν ο Δίας να τους αφάνιζε, πριχού κακό μας κάνουν!»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«ἔσσεται οὕτως, ἄττα: σὺ δ᾿ ἔρχεο δειελιήσας:
«Καλά, παππούλη! Ωστόσο πρόσμενε πιο πριν να δειλινίσεις'
600 ἠῶθεν δ᾿ ἰέναι καὶ ἄγειν ἱερήϊα καλά: κι ως φέξει, εδώ ξανάρχου φέρνοντας παχιά σφαχτά, να φάμε.
αὐτὰρ ἐμοὶ τάδε πάντα καὶ ἀθανάτοισι μελήσει.» Τ᾿ άλλα εδώ πέρα εγώ κι οι αθάνατοι θεοί θα τα γνοιαστούμε.»
ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αὖτις ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐϋξέστου ἐπὶ δίφρου, Είπε, κι εκείνος ξανακάθισε στο μαγλινό σκαμνί του'
πλησάμενος δ᾿ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος και πια με το φαγί σα φράθηκε και το πιοτό η καρδιά του,
βῆ ῥ᾿ ἴμεναι μεθ᾿ ὕας, λίπε δ᾿ ἕρκεά τε μέγαρόν τε, κινούσε για τους χοίρους, κι άφηνε κι αυλή κι αρχονταρίκι
605 πλεῖον δαιτυμόνων: οἱ δ᾿ ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ γεμάτα ανθρώπους που ξεφάντωναν χόρευαν, τραγουδούσαν
τέρποντ': ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ. οι χαροκόποι᾿ πια σουρούπωνε μαθές κι η νύχτα ερχόταν.