Page 225 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 225

224




                    Ὀδυσσεύς:
               125  «Ἀμφίνομ᾿, ἦ μάλα μοι δοκέεις πεπνυμένος εἶναι:   «Αλήθεια, Αμφίνομε, μου φαίνεσαι περίσσια γνώση να 'χεις᾿
                    τοίου γὰρ καὶ πατρός, ἐπεὶ κλέος ἐσθλὸν ἄκουον,   τέτοιος κι ο κύρης σου, όπως άκουσα, τρανός και παινεμένος,
                    Νῖσον Δουλιχιῆα ἐύ̈ν τ᾿ ἔμεν ἀφνειόν τε:   απ᾿ το Δουλίχιο, ο Νίσος, άρχοντας και βαριοκοπαδάρης.
                    τοῦ σ᾿ ἔκ φασι γενέσθαι, ἐπητῇ δ᾿ ἀνδρὶ ἔοικας.   Τέτοιο γονιό έχεις, λεν, και φρόνιμος μου δείχνεις᾿ θα μιλήσω
                    τοὔνεκά τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον:   λοιπόν κι εγώ, κι εσύ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσε μου:
               130  οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο,   Πλάσμα κανένα από τον άνθρωπο πιο αδύναμο δεν είναι
                    πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.   άλλο στη γης, απ᾿ όσα πάνω της σαλεύουν κι ανασαίνουν
                    οὐ μὲν γάρ ποτέ φησι κακὸν πείσεσθαι ὀπίσσω,   όσο μαθές βαστούν τα πόδια του και προκοπή του δίνουν
                    ὄφρ᾿ ἀρετὴν παρέχωσι θεοὶ καὶ γούνατ᾿ ὀρώρῃ:   οι αθάνατοι, κακές αργότερα δε βάζει ο νους του μέρες.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ καὶ λυγρὰ θεοὶ μάκαρες τελέσωσι,   Μα κι όντας οι θεοί οι τρισεύτυχοι τον ρίξουν σε τυράννια,

               135                                         και τούτα τα βαστά, με υπομονή καρδιά, κι αθέλητα του.
                    καὶ τὰ φέρει ἀεκαζόμενος τετληότι θυμῷ:   Κατά που αλλάζει των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
                    τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων   την πάσα μέρα, αλλάζει κι ο άνθρωπος στη γης αύτη τα φρένα.
                    οἷον ἐπ᾿ ἦμαρ ἄγησι πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.   Κι εγώ καλότυχος μου γράφουνταν μες στους ανθρώπους να 'μαι
                    καὶ γὰρ ἐγώ ποτ᾿ ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι,   μα μ᾿ έσπρωχναν η αντρεία κι η δύναμη, κι είχα αδερφούς και
                    πολλὰ δ᾿ ἀτάσθαλ᾿ ἔρεξα βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων,
                                                           κύρη,

               140  πατρί τ᾿ ἐμῷ πίσυνος καὶ ἐμοῖσι κασιγνήτοισι.   που πλάτες μου 'καναν, κι αδίκησα κόσμο πολύ᾿ για τούτο
                    τῷ μή τίς ποτε πάμπαν ἀνὴρ ἀθεμίστιος εἴη,   κανείς ποτέ μη θέλκι με άνομα να καταπιάνεται έργα,
                    ἀλλ᾿ ὅ γε σιγῇ δῶρα θεῶν ἔχοι, ὅττι διδοῖεν.   μον᾿ των θεών τα δώρα αμίλητος να χαίρεται, ό,τι δώσουν.
                    οἷ᾿ ὁρόω μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανόωντας,   Και σεις δουλειές να κάνετε άδικες εδώ θαρώ οι μνηστήρες,
                    κτήματα κείροντας καὶ ἀτιμάζοντας ἄκοιτιν   το βιος χαλνώντας, τη συντρόφισσα καταφρονώντας κάποιου,

               145  ἀνδρός, ὃν οὐκέτι φημὶ φίλων καὶ πατρίδος αἴης   που για πολύ πια δεν του μέλλεται να λείπει απ᾿ τους δικούς του
                    δηρὸν ἀπέσσεσθαι: μάλα δὲ σχεδόν. ἀλλά σε δαίμων  και το νησί του, μόνο βρίσκεται κοντά, σας λέω... Μα εσένα
                    οἴκαδ᾿ ὑπεξαγάγοι, μηδ᾿ ἀντιάσειας ἐκείνῳ,   κάποιος θεός μακριά να σ᾿ έπαιρνε, στο σπίτι σου, μπροστά του
                    ὁππότε νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν:   να μη βρεθείς, ξανά στα χώματα τα πατρικά αν διαγείρεί'
                    οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀί̈ω   τι μια και μπει μες στο παλάτι του, λέω βολετό δεν είναι

               150  μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ.»   πια δίχως αίμα να χωρίσετε με κείνον οι μνηστήρες.»
                    ὣς φάτο, καὶ σπείσας ἔπιεν μελιηδέα οἶνον,   Είπε, και στάλαξε μελόγλυκο κρασί, πριν πιεί κι ατός του,
                    ἂψ δ᾿ ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν.   και το ποτήρι στου αρχοντόπουλου το γύρισε τα χέρια.
                    αὐτὰρ ὁ βῆ διὰ δῶμα φίλον τετιημένος ἦτορ,   Με την καρδιά βαριά κι ο Αμφίνομος, την κεφαλή σκυμμένη,
                    νευστάζων κεφαλῇ: δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμός.   πίσω γυρνάει᾿ ψυχανεμίζουνταν μαθές το χαλασμό του.

               155  ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς φύγε κῆρα: πέδησε δὲ καὶ τὸν Ἀθήνη   Μα ουδ᾿ έτσι γλίτωσε το θάνατο᾿ και τούτον με τα χέρια
                    Τηλεμάχου ὑπὸ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ ἶφι δαμῆναι.   και το κοντάρι του Τηλέμαχου τον δάμασε η Παλλάδα.
                    ἂψ δ᾿ αὖτις κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη.   Ωστόσο στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν.
                    τῇ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στην Πηνελόπη ξάφνου
                    κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ,   έδωκε φώτιση, στη φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,

               160                                         μπρος στους μνηστήρες να 'βγει, τι ήθελε τα φρένα των
                    μνηστήρεσσι φανῆναι, ὅπως πετάσειε μάλιστα
                    θυμὸν μνηστήρων ἰδὲ τιμήεσσα γένοιτο   μνηστήρων
                    μᾶλλον πρὸς πόσιός τε καὶ υἱέος ἢ πάρος ἦεν.   να ξεσηκώσει ακόμα πιότερο, για να φανεί κι ατή της
                                                           μπροστά στο γιο, μπροστά στον άντρα της πιο τιμημένη ακόμα.
                    ἀχρεῖον δ᾿ ἐγέλασσεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν:   Και πρώτα γέλασε παράταιρα κι απομιλεί και κρένει:
                    «Εὐρυνόμη, θυμός μοι ἐέλδεται, οὔ τι πάρος γε,
                                                           «Πρώτη φορά, Ευρυνόμη, πόθησα να βγω, ποτέ μου ως τώρα,

               165  μνηστήρεσσι φανῆναι, ἀπεχθομένοισί περ ἔμπης:   για να με ιδούν, κι ας τους οχτρεύουμαι, μπροστά τους οι
   220   221   222   223   224   225   226   227   228   229   230