Page 227 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 227
226
210 ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα: κρυμμένο ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα.
ἀμφίπολος δ᾿ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη. Κι ως οι πιστές της βάγιες στάθηκαν ζερβόδεξα, τα γόνα
τῶν δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατ᾿, ἔρῳ δ᾿ ἄρα θυμὸν σε μια στιγμή εκείνων παράλυσαν, και λαχτάρησαν όλοι
ἔθελχθεν, να κοιμηθούνε στο κρεβάτι της, του πόθου σκλαβωμένοι.
πάντες δ᾿ ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι. Μα αυτή μιλούσε στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο της:
ἡ δ᾿ αὖ Τηλέμαχον προσεφώνεεν, ὃν φίλον υἱόν:
215 «Τηλέμαχ᾿, οὐκέτι τοι φρένες ἔμπεδοι οὐδὲ νόημα: «Δεν έχεις πια μυαλό, Τηλέμαχε, σου 'χει απολείψει η γνώση!
παῖς ἔτ᾿ ἐὼν καὶ μᾶλλον ἐνὶ φρεσὶ κέρδε᾿ ἐνώμας: Παιδί σαν ήσουν, είχες πιότερη στα φρένα σου ξυπνάδα᾿
νῦν δ᾿, ὅτε δὴ μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, και τώρα, τόσο που μεγάλωσες και παλικάρι εγίνης,
καί κέν τις φαίη γόνον ἔμμεναι ὀλβίου ἀνδρός, που κι ένας ξένος λέω, το διώμα σου θωρώντας και τις χάρες,
ἐς μέγεθος καὶ κάλλος ὁρώμενος, ἀλλότριος φώς, θα 'λεγε ενός αντρούς καλότυχου πως είσαι η φύτρα — τώρα
220 οὐκέτι τοι φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὐδὲ νόημα. τα φρένα πια δεν τα 'χεις άδολα κι ουδέ σωστή τη γνώμη.
οἷον δὴ τόδε ἔργον ἐνὶ μεγάροισιν ἐτύχθη, Μες στο παλάτι μας πως μπόρεσε να γίνει τέτοιο πράμα,
ὃς τὸν ξεῖνον ἔασας ἀεικισθήμεναι οὕτως. στον ξένο τούτον έτσι αταίριαστα ν᾿ αφήσεις να φερθούνε;
πῶς νῦν, εἴ τι ξεῖνος ἐν ἡμετέροισι δόμοισιν Τι θα γινόταν, πες, αν έβρίσκε στο σπίτι μας τον ξένο
ἥμενος ὧδε πάθοι ῥυστακτύος ἐξ ἀλεγεινῆς; απ᾿ τ᾿ αγρια αυτά τραβοπαλέματα κακό κανένα ομπρός σου;
225 σοί κ᾿ αἶσχος λώβη τε μετ᾿ ἀνθρώποισι πέλοιτο.» Του κόσμου πια η ντροπή θα σ᾿ έπνιγε κι η καταφρόνια αλήθεια!»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«μῆτερ ἐμή, τὸ μὲν οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσθαι: «Μητέρα, δε μου κακοφαίνεται που θύμωσες μαζί μου'
αὐτὰρ ἐγὼ θυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα, μα το καλό και το χειρότερο κατέχω εγώ να κρίνω,
ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρεια: πάρος δ᾿ ἔτι νήπιος ἦα. τα φρένα μου νογούν, ανέμυαλος ως πρώτα πια δεν είμαι'
230 ἀλλά τοι οὐ δύναμαι πεπνυμένα πάντα νοῆσαι: μα και τα πάντα λέω δε δύνουμαι σωστά να κρίνω ακόμα᾿
ἐκ γάρ με πλήσσουσι παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος τι αυτοί, κακά στο νου τους κλώθοντας, σκοτίζουν το μυαλό μου,
οἵδε κακὰ φρονέοντες, ἐμοὶ δ᾿ οὐκ εἰσὶν ἀρωγοί. καθένας κι απ᾿ αλλού καθούμενος — και ποιος να με συντρέξει;
οὐ μέν τοι ξείνου γε καὶ Ἴρου μῶλος ἐτύχθη Μα τώρα, ως οι μνηστήρες το 'θελαν, το πάλεμα δε βγήκε,
μνηστήρων ἰότητι, βίῃ δ᾿ ὅ γε φέρτερος ἦεν. του ξένου με τον Ίρο᾿ φάνηκε πιο δυνατός ο πρώτος.
235 αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον, Να 'ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά Παλλάδα,
οὕτω νῦν μνηστῆρες ἐν ἡμετέροισι δόμοισι παρόμοια τώρα τα κεφάλια τους να γέρναν οι μνηστήρες
νεύοιεν κεφαλὰς δεδμημένοι, οἱ μὲν ἐν αὐλῇ, ξεπνοισμένοι, στον αυλόγυρο μισοί του παλατιού μας
οἱ δ᾿ ἔντοσθε δόμοιο, λελῦτο δὲ γυῖα ἑκάστου, κι οι άλλοι στο σπίτι, και τα γόνατα να 'χουν λυθεί ολονώ τους,
ὡς νῦν Ἶρος κεῖνος ἐπ᾿ αὐλείῃσι θύρῃσιν καθώς τον Ίρο, στην οξώπορτα που κάθεται εκεί πέρα
240 ἧσται νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς, κι έχει κρεμάσει το κεφάλι του, λες κι είναι μεθυσμένος,
οὐδ᾿ ὀρθὸς στῆναι δύναται ποσὶν οὐδὲ νέεσθαι κι ουδ᾿ όρθιος να σταθεί στα πόδια του μπορεί, κι ουδέ να φύγει
οἴκαδ᾿, ὅπη οἱ νόστος, ἐπεὶ φίλα γυῖα λέλυνται.» πίσω ξανά, ούθεν ήρθε᾿ λύθηκαν μαθές τα γόνατα του.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον: Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους κουβέντιαζαν, και τότε
Εὐρύμαχος δ᾿ ἐπέεσσι προσηύδα Πηνελόπειαν: ο Ευρύμαχος γυρνώντας μίλησε της Πηνελόπης κι είπε:
245 «κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια, «Αν όλοι, Πηνελόπη, φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
εἰ πάντες σε ἴδοιεν ἀν᾿ Ἴασον Ἄργος Ἀχαιοί, σε βλέπαν οι Αχαιοί που κάθουνται στο Άργός το ιάσιο γύρα,
πλέονές κε μνηστῆρες ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν μνηστήρες πιότεροι στο σπίτι σου θα τρώγαν — αύριο κιόλα!
ἠῶθεν δαινύατ᾿, ἐπεὶ περίεσσι γυναικῶν τι ποια γυναίκα αλήθεια δύνεται στα ζυγιασμένα φρένα,
εἶδός τε μέγεθός τε ἰδὲ φρένας ἔνδον ἐί̈σας.» στην ομορφιά και στο παράστημα να παραβγεί μαζί σου;»
250 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Εὐρύμαχ᾿, ἦ τοι ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε «Τις χάρες μου που λες, Ευρύμαχε, τα ανάριμμα, τα κάλλη,
ὤλεσαν ἀθάνατοι, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον μου τις αφάνισαν οι αθάνατοι τη μέρα που κινούσαν
Ἀργεῖοι, μετὰ τοῖσι δ᾿ ἐμὸς πόσις ᾖεν Ὀδυσσεύς. οι Αργίτες για την Τροία, κι αντάμα τους το ταίρι μου, ο Oδυσσέας!