Page 230 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 230

229




               340                                         Είπε, κι οι δούλες με τα λόγια του τρόμαξαν, και κίνησαν
                    ὣς εἰπὼν ἐπέεσσι διεπτοίησε γυναῖκας.
                                                           περνώντας μέσα από τις κάμαρες᾿ τους είχε λύσει ο φόβος
                    βὰν δ᾿ ἴμεναι διὰ δῶμα, λύθεν δ᾿ ὑπὸ γυῖα ἑκάστης
                                                           κάτω τα γόνατα, τι θάρρευαν, ό,τι είπε, θα το κάνει.
                    ταρβοσύνῃ: φὰν γάρ μιν ἀληθέα μυθήσασθαι.
                                                           Μα αυτός στους πυροστάτες που άναβαν στεκόταν πλάι, να
                    αὐτὰρ ὁ πὰρ λαμπτῆρσι φαείνων αἰθομένοισιν
                                                           φέγγουν,
                    ἑστήκειν ἐς πάντας ὁρώμενος: ἄλλα δέ οἱ κῆρ
                                                           και σε όλους έριχνε τα μάτια του, και μες στα φρένα του άλλα
               345  ὥρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, ἅ ῥ᾿ οὐκ ἀτέλεστα γένοντο.   κλωθογυρνούσε, που αξετέλειωτα δε μείναν ως το τέλος.
                    μνηστῆρας δ᾿ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη   Ωστόσο κι η Αθηνά δεν άφηνε τους πέρφανους μνηστήρες
                    λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον   να πάψουν τ᾿ άνομα φερσίματα, για να ριζώσει η πίκρα
                    δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.   μαθές ακόμα πιο βαθύτερα μες στου Οδυσσέα τα στήθη.
                    τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἦρχ᾿ ἀγορεύειν,   Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, για να γελάσουν οι άλλοι,

               350  κερτομέων Ὀδυσῆα: γέλω δ᾿ ἑτάροισιν ἔτευχε.   τον Οδυσσέα καθώς θ᾿ ανάμπαιζε, το λόγο εκίνα πρώτος:
                    «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,   «Ακουστέ μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες,
                    ὄφρ᾿ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.   το τι η καρδιά με σπρώχνει μέσα μου να πω: δω πέρα τούτος
                    οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾿ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει:   χωρίς θεού βουλή δεν έφτασε στο σπίτι του Οδυσσέα'
                    ἔμπης μοι δοκέει δαίδων σέλας ἔμμεναι αὐτοῦ   αλήθεια, των δαδιών το αντίφλογο να κατεβαίνει μοιάζει

               355  κὰκ κεφαλῆς, ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι τρίχες οὐδ᾿ ἠβαιαί.»   απ᾿ το κεφάλι του — δεν του 'μειναν μαθές καθόλου τρίχες!»
                    ἦ ῥ᾿, ἅμα τε προσέειπεν Ὀδυσσῆα πτολίπορθον:   Στον Οδυσσέα κατόπι μίλησε τον καστροπολεμίτη:
                    «ξεῖν᾿, ἦ ἄρ κ᾿ ἐθέλοις θητευέμεν, εἴ σ᾿ ἀνελοίμην,   «Θα 'θελες, ξένε, αν το αποφάσιζα, να μπεις στη δούλεψη μου,
                    ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιῆς--μισθὸς δέ τοι ἄρκιος ἔσται--   μακριά στα ξώμερα — κι η ρόγα σου θα 'ναι αρκετή — λιθάρια
                    αἱμασιάς τε λέγων καὶ δένδρεα μακρὰ φυτεύων;   να κουβαλάς για φράχτες, τρίψηλα να μου φυτεύεις δέντρα;

               360  ἔνθα κ᾿ ἐγὼ σῖτον μὲν ἐπηετανὸν παρέχοιμι,   Ολοχρονίς ψωμί θα σου 'δινα, να τρως την πάσα μέρα,
                    εἵματα δ᾿ ἀμφιέσαιμι ποσίν θ᾿ ὑποδήματα δοίην.   και για τα ρούχα σου θα γνοιαζόμουν και για την ποδεμή σου.
                    ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ᾿ ἔμμαθες, οὐκ ἐθελήσεις   όμως κακόμαθες, δε σου 'ρχεται να πιάσεις να δουλεύεις'
                    ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσειν κατὰ δῆμον   το 'χεις καλύτερο, την άπατη κοιλιά σου για να θρέψεις,
                    βούλεαι, ὄφρ᾿ ἄν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ᾿   να τριγυρίζεις ζητιανεύοντας σκυφτός μπροστά στον κόσμο.»
                    ἄναλτον.»

               365  τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Oδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Άνοιξη να 'ταν τώρα, Ευρύμαχε, να 'χουν μακρύνει οι μέρες,
                    «Εὐρύμαχ᾿, εἰ γὰρ νῶϊν ἔρις ἔργοιο γένοιτο   και συ κι εγώ να παραβγαίναμε σ᾿ όποια δουλειά — χορτάρι
                    ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾿ ἤματα μακρὰ πέλονται,   να κόψουμε, κι εγώ καλόγυρτο δρεπάνι να κρατούσα,
                    ἐν ποίῃ, δρέπανον μὲν ἐγὼν εὐκαμπὲς ἔχοιμι,   και συ παρόμοιο να 'χες, στη δουλειά γεμάτα να ρίχτουμε,
                    καὶ δὲ σὺ τοῖον ἔχοις, ἵνα πειρησαίμεθα ἔργου

               370  νήστιες ἄχρι μάλα κνέφαος, ποίη δὲ παρείη.   ως που να 'ρθεί το σκότος, άφαγοι, το χόρτο να μη λείπει'
                    εἰ δ᾿ αὖ καὶ βόες εἶεν ἐλαυνέμεν, οἵ περ ἄριστοι,   και βόδια να 'χαμε να οργώνουμε, τα πιο δυναμωμένα,
                    αἴθωνες, μεγάλοι, ἄμφω κεκορηότε ποίης,   γεμάτα ορμή, τρανά, που χόρτασαν μαζί βοσκολογώντας,
                    ἥλικες, ἰσοφόροι, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,   ίδια γερά και συνομήλικα, με ανάκαρα περίσσια,
                    τετράγυον δ᾿ εἴη, εἴκοι δ᾿ ὑπὸ βῶλος ἀρότρῳ:   και να 'ταν τέσσερα τα στρέμματα, και μαλακό το χώμα

               375                                         στο αλέτρι, ομπρός, ν᾿ ανοίγω θα 'βλεπες την αυλακιά μια κι όξω!
                    τῷ κέ μ᾿ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην.
                    εἰ δ᾿ αὖ καὶ πόλεμόν ποθεν ὁρμήσειε Κρονίων   Και, πόλεμο αν κινούσε πάνω μας του Κρόνου ο γιος μια μέρα,
                                                           σήμερα ακόμα, το σκουτάρι, μου και δυο κοντάρια να 'χα,
                    σήμερον, αὐτὰρ ἐμοὶ σάκος εἴη καὶ δύο δοῦρε   κι ολόχαλκο στα δυο μελίγγια μου που να ταιριάζει κράνος,
                    καὶ κυνέη πάγχαλκος, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖα,   μέσ᾿ απ᾿ τους πρόμαχους θα μ᾿ 'εβλιπες να τρέχω από τους
                    τῷ κέ μ᾿ ἴδοις πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα,
                                                           πρώτους,
               380  οὐδ᾿ ἄν μοι τὴν γαστέρ᾿ ὀνειδίζων ἀγορεύοις.   και δε θα μ᾿ έκανες ανάμπαιγμα, να λες για την κοιλιά μου!
   225   226   227   228   229   230   231   232   233   234   235