Page 231 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 231

230




                    ἀλλὰ μάλ᾿ ὑβρίξεις, καί τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής:   Τα έργα σου αρέσουν όμως τ᾿ άνομα κι είναι σκληρή η καρδιά
                    καί πού τις δοκέεις μέγας ἔμμεναι ἠδὲ κραταιός,   σου.
                    οὕνεκα πὰρ παύροισι καὶ οὐκ ἀγαθοῖσιν ὁμιλεῖς.   Τώρα τρανός, γεμάτος δύναμη φαντάζεσαι πως είσαι,
                    εἰ δ᾿ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾿ ἐς πατρίδα γαῖαν,   καθώς σε τριγυρνούν ανούφελοι και τιποτένιοι μόνο.
                                                           Μα αν ο Oδυσσέας ερχόταν κι έφτανε στη γη την πατρική του,

               385  αἶψά κέ τοι τὰ θύρετρα, καὶ εὐρέα περ μάλ᾿ ἐόντα,   οι πόρτες τούτες, όσο διάπλατες, μεμιάς θα σου φαινόνταν
                    φεύγοντι στείνοιτο διὲκ προθύροιο θύραζε.»   στενές πως είναι, καθώς θα 'τρεχες να πεταχτείς στο δρόμο!»
                    ὣς ἔφατ᾿, Εὐρύμαχος δ᾿ ἐχολώσατο κηρόθι μᾶλλον,   Είπε, και σύγκλυσε του Ευρύμαχου πιο ακόμα οργή τα φρένα,
                    καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα ταυροκοιτάζοντάς τον:
                    «ἆ δείλ᾿, ἦ τάχα τοι τελέω κακόν, οἷ᾿ ἀγορεύεις   «Βαριά θα μου πλερώσεις, άραχλε, γι᾿ αυτά που ξεστομίζεις

               390  θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾿ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ   σε τόσους άντρες μέσα απόκοτα, χωρίς να νιώθεις φόβο.
                    ταρβεῖς: ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ   Τα φρένα το κρασί σου θόλωσε, για ο νους σου κατεβάζει
                    τοιοῦτος νόος ἐστίν: ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.   τέτοιας λογής κουβέντες πάντα του και λες του ανέμου λόγια;
                    ἦ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;»    Για σ᾿ έπνιξε η χαρά που νίκησες τον Ίρο το ζητιάνο;»
                    ὣς ἄρα φωνήσας σφέλας ἔλλαβεν: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   Σαν είπε αυτά, σκαμνί στα χέρια του φουχτώνει, μα ο Oδυσσέας

               395  Ἀμφινόμου πρὸς γοῦνα καθέζετο Δουλιχιῆος,   γοργά στου Δουλιχιώτη Αμφίνομου τα γόνατα καθίζει,
                    Εὐρύμαχον δείσας: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ οἰνοχόον βάλε χεῖρα   καθώς φοβήθη τον Ευρύμαχο᾿ κι αυτός τον κεραστή τους
                    δεξιτερήν: πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα,   στο δεξιό χέρι βρίσκει, κι έπεσε με βρόντο το λαγήνι,
                    αὐτὰρ ὅ γ᾿ οἰμώξας πέσεν ὕπτιος ἐν κονίῃσι.   κι ο κεραστής σωριάστη βογγόντας τ᾿ ανάσκελα στη σκόνη.
                    μνηστῆρες δ᾿ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα,   Και βαλαν οι μνηστήρες τις φωνές στον ισκιερό αντρωνίτη,

               400  ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον:   κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
                    «αἴθ᾿ ὤφελλ᾿ ὁ ξεῖνος ἀλώμενος ἄλλοθ᾿ ὀλέσθαι   «Ο ξένος άμποτε να χάνουνταν, ως γύρναε σ᾿ άλλα μέρη,
                    πρὶν ἐλθεῖν: τῷ οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε.   πριν φτάσει εδώ, σε ανακατώματα να μη μας ρίχνει᾿ τώρα
                    νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐριδαίνομεν, οὐδέ τι δαιτὸς   για τους ζητιάνους συχυζόμαστε, και μήτε θα χαρούμε
                    ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.»   γλυκό ψωμί᾿ μ᾿ αυτά που γίνουνται σαν τι καλό προσμένεις;»

               405  τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο   Γυρνώντας ο αντρειανός Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε:
                    «δαιμόνιοι, μαίνεσθε καὶ οὐκέτι κεύθετε θυμῷ   «Σάλεψε ο νους σας, δόλιοι! Βάρυνε με το φαγί το πλήθιο
                    βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα: θεῶν νύ τις ὔμμ᾿ ὀροθύνει.   και τα πιοτά η καρδιά σας᾿ σίγουρα σας ξεσηκώνει κάποιος
                    ἀλλ᾿ εὖ δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ᾿ ἰόντες,   απ᾿ τους θεούς᾿ όμως στα σπίτια σας, όποια στιγμή σας δόξει,
                    ὁππότε θυμὸς ἄνωγε: διώκω δ᾿ οὔ τιν᾿ ἐγώ γε.»   γυρνάτε, αφού καλοχορτάσατε᾿ δε διώχνω εγώ κανέναν!»

               410  ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες   Αυτά είπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
                    Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.   απ᾿ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκια.
                    τοῖσιν δ᾿ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε   Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος κι αναμεσό τους είπε,
                    Νίσου φαίδιμος υἱός, Ἀρητιάδαο ἄνακτος:   ο έμνοστος γιος του Νίσου του άρχοντα και του Άρητου τ᾿ αγγόνι:
                    «ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ   «Δίκιος αν είναι ο λόγος που άκουσε, πρεπό δεν είναι, φίλοι,
               415  ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι:   κανείς ν᾿ ανάβει και πικρόχολα ν᾿ αντιμιλά στον άλλον.
                    μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν᾿ ἄλλον   Τον ξένο πια μην τον παιδεύετε μηδέ τους άλλους σκλάβους,
                    δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο.   που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα.
                    ἀλλ᾿ ἄγετ᾿, οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν,   Ελάτε, ο κεραστής τις κούπες μας να πάρει να γεμίσει,
                    ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ᾿ ἰόντες:   κι ως κάνουμε σπονδή, στα σπίτια μας να κοιμηθούμε πάμε.

               420  τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος   «Όμως τον ξένο, ας τον αφήσουμε στο σπίτι του Οδυσσέα,
                    Τηλεμάχῳ μελέμεν: τοῦ γὰρ φίλον ἵκετο δῶμα.»   τι ως ήρθε ικέτης στου Τηλέμαχου, θα τον κοιτάξει τούτος.»
                    ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπε.   Έτσι μιλούσε, κι όλοι πρόθυμα στα λόγια του συγκλίναν.
                    τοῖσιν δὲ κρητῆρα κεράσσατο Μούλιος ἥρως,   Πήρε κι ο Μούλιος, το παιδόπουλο του Αμφίνομου, ο διαλάλης
                    κῆρυξ Δουλιχιεύς: θεράπων δ᾿ ἦν Ἀμφινόμοιο:   απ᾿ το Δουλίχιο, και συγκέρασε κρασί μες στο κροντήρι,
   226   227   228   229   230   231   232   233   234   235   236